11/25/11

ΣΥΜΠΟΛΙΤΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΕΙΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Συχνά αναρωτιόμαστε ποιο είναι το νόημα της ζωής μας μέσα στην Εκκλησία; Πολλοί άνθρωποι έρχονται στο ναό για να γαληνέψουν, να ησυχάσουν από τους περισπασμούς της ζωής, να τα βρούνε με το Θεό και τον εαυτό τους, να λάβουν άφεση για τα μικρότερα και βαρύτερα κρίματά τους. Γι’ αυτό και δε θέλουν να έχουν ιδιαίτερη επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους που εκκλησιάζονται, ζητούνε την ήσυχη γωνιά τους και όταν τελειώνει η ακολουθία, αναχωρούν από το ναό, για να συνεχίσουν τη ζωή τους μέσα στην τύρβη της, μέχρις ότου αισθανθούν και πάλι την ανάγκη να προσευχηθούν στο Θεό για τον εαυτό τους και για τη ζωή τους. Αυτή είναι η νοοτροπία εκείνων οι οποίοι, μολονότι είναι βαπτισμένοι, έχουν άλλες προτεραιότητες στη ζωή τους, χωρίς όμως τελικά στο βάθος της ύπαρξής τους να λησμονούν ότι υπάρχει και ο Θεός. Αυτό συμβαίνει ακόμη και σε πολλούς που θέλουν να είναι συνειδητά χριστιανοί. Ανήκουν στη ζωή της Εκκλησίας, όμως η καρδιά τους λειτουργεί εκκοσμικευμένα, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο τμήμα του χρόνου τους να δίδεται αλλού και όχι στο Θεό. Και έρχονται στιγμές της ζωής στις οποίες μάλλον δύσκολα θα βρεθεί χριστιανός, ο οποίος να μπορεί να καυχηθεί ότι δεν νικιέται από αυτό το πνεύμα.
Ο απόστολος Παύλος όμως τονίζει κάτι που είναι πολύ σημαντικό, για τη σχέση μας με το Θεό και την Εκκλησία: «δεν είμαστε ξένοι και πάροικοι μέσα στη ζωή της, αλλά συμπολίτες των Αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. 2, 19). Απευθυνόταν στους χριστιανούς που προέρχονταν από την ειδωλολατρία και που δεν είχαν γνωρίσει τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά ο λόγος του αποτελεί υπενθύμιση εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας για όλους τους χριστιανούς, κάθε εποχής. Γιατί μας δείχνει τι δεν είμαστε μέσα στο σώμα του Χριστού και τι είμαστε σε σχέση με το Θεό και τα υπόλοιπα μέλη.
Δεν είμαστε ξένοι στη ζωή της Εκκλησίας. Η αποξένωση έχει να κάνει τόσο με το Θεό όσο και με τους ανθρώπους. Από τη στιγμή που βαπτιστήκαμε έχουμε αποβάλει το χιτώνα της αμαρτίας, της απομάκρυνσης από την αγάπη του Θεού, του χωρισμού από τη σχέση μαζί Του. Έχουμε ακόμη αποδεχθεί ότι μέσα από την κοινωνία με το Θεό ξαναβρίσκουμε το αληθινό νόημα του «κατ’ εικόνα» μας. Η αμαρτία μας κάνει να τονίζουμε τη διαφορετικότητα, το δικαίωμα, την ελευθερία μας να ζούμε χωρίς το Θεό και μακριά από Εκείνον. Ενώ δεν πλασθήκαμε ξένοι από το Θεό, επιλέγουμε να είμαστε. Η ένταξή μας στη ζωή της Εκκλησίας μας κάνει να δούμε ότι ο Θεός μας θέλει μέσα από την κοινωνία μαζί Του να είμαστε πρόσωπα, τα οποία, χωρίς να παύουμε να είμαστε ξεχωριστές υπάρξεις, επιλέγουμε αυτή τη διαφορετικότητά μας να την μοιραζόμαστε με το Θεό, βρίσκοντας στην κοινωνία μας μαζί Του την αγάπη που μας καταξιώνει και δίδει νόημα στη ζωή μας και στον νυν και στο μέλλοντα αιώνα.
Ταυτόχρονα, παύουμε να είμαστε ξένοι με τους άλλους ανθρώπους που ανήκουν στην Εκκλησία. Και την κατάσταση της αποξένωσης την γεννά η αμαρτία και η διαφορετικότητα. Η πρώτη συνεπάγεται την μέριμνα για τον εαυτό μας, η οποία μας κάνει να θέλουμε είτε να χρησιμοποιήσουμε τους άλλους ως αντικείμενα εκμετάλλευσης είτε να αδιαφορήσουμε για εκείνους, ενώ η δεύτερη μας κάνει να θεωρούμε ότι είμαστε ανώτεροι από τους άλλους, ότι εκείνοι πρέπει να προσαρμοστούν σ’ αυτό που είμαστε εμείς και ότι πρέπει να αλλάζουν στη ζωή τους για να μπορούν να κοινωνήσουν μαζί μας, ενώ δεν είναι εύκολο κανείς να μας καταλάβει και γι’ αυτό αισθανόμαστε αδικημένοι στη ζωή από τον κόσμο και τους άλλους. Συνέπεια και των δύο καταστάσεων είναι η μοναξιά που βιώνουμε.
Ο ξένος δεν έχει δικαιώματα στην κοινότητα των οικείων. Με την ένταξή μας όμως στην Εκκλησία παύει αποξένωση. Τα δικαιώματα που έχουμε πλέον είναι το να είμαστε παιδιά του Θεού, δηλαδή οικείοι Του, αλλά και ίσοι με τους αγίους, δηλαδή συμπολίτες τους. Η πρώτη κατάσταση φέρνει τη δυνατότητα να βιώσουμε την ευλογία της σωτηρίας, δηλαδή της πλήρους κοινωνίας με το Θεό και τους ανθρώπους, να μετέχουμε στα μυστήρια της Εκκλησίας και να ζούμε την κατάσταση της χαράς και της αγάπης σ’ αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι εντασσόμαστε στην πορεία του «καθ’ ομοίωσιν Θεού», και, μάλιστα ως ίσοι προς ίσους με τους αγίους, με τους οποίους γινόμαστε συμπολίτες, που σημαίνει ότι έχουμε τους ίδιους στόχους μ’ αυτούς, αλλά και είμαστε πλέον μέλη του ιδίου σώματος, δηλαδή της ίδιας οικογένειας, που είναι η Βασιλεία του Θεού. Δεν καταργείται η διαφορετικότητα του προσώπου μας, αλλά καταξιωνόμαστε μέσα στους άλλους αγωνιζόμενους για την αιωνιότητα. Μόνο στην αγάπη η διαφορετικότητα δε γίνεται αφορμή εγωκεντρικής καύχησης, αλλά μοιράσματος, προσφοράς και αποδοχής από τους άλλους. Στην γνήσια κοινωνία της Εκκλησίας ο άλλος είναι αποδεκτός γιατί επιλέγει να είναι οικείος του Θεού και συμπολίτης των αγίων και όχι για τα όποια προσόντα του. Αυτός είναι ο σταυρός της αληθινής αγάπης. Να παραθεωρούμε τα μειονεκτήματα και τις δυσκολίες που η αμαρτία προκαλεί και να χαιρόμαστε που μπορούμε να κοινωνήσουμε με τον άλλο.
Αυτός είναι ο δρόμος της πίστης. Και αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση για να μπορούμε να ενταχθούμε συνειδητά στη ζωή της Εκκλησίας. Να πιστεύουμε στο Χριστό ως Εκείνον που έλυσε το μεσότοιχον του φραγμού της αμαρτίας και του χάσματος ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο και ένωσε τα το πριν διεστώτα χάρις στο σταυρό και την ανάστασή Του. Και η πίστη να γίνεται στάση ζωής, αγώνα, προσευχής, αποδοχής του θελήματος και των εντολών του Θεού, όσο κι αν αυτές έρχονται σε ρήξη με τις επιθυμίες του σαρκικού φρονήματος και της εκκοσμικευμένης πραγματικότητας. Ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει στις δυσκολίες μας. Αυτή είναι η δεύτερη προϋπόθεση. Η τρίτη είναι μέσα από την μετάνοια για τις όποιες αδυναμίες μας είτε σε συγκεκριμένα θέματα είτε στη γενικότερη κατάστασή μας, να μπορούμε να βλέπουμε τη ζωή της Εκκλησίας ως τη ζωή της μεγάλης οικογένειάς μας, στην οποία το πρόσωπό μας έχει αξία, αλλά και ο καθένας μοιράζεται τις δυσκολίες του άλλου, όπως επίσης και τη χαρά της κοινωνίας μαζί του, για να φτάσουμε όλοι στο Θεό.
Ζούμε σε μία εποχή που η Εκκλησία δε φρόντισε ίσως στο βαθμό που έπρεπε να καλλιεργήσει το δρόμο και τον τρόπο της οικογένειας στα κύτταρα της ζωής της, που είναι οι ενορίες. Καιρός όμως να ανανήψουμε. Να δείξουμε όσοι έχουμε επίγνωση του τι σημαίνει να είμαστε οικείοι του Θεού και συμπολίτες των Αγίων - και αυτό είναι δωρεά του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού και όχι εφεύρεση ή κατάκτηση δική μας- να κάνουμε καινούριες αρχές στη ζωή μας. Για να γίνουν οι ενορίες οι τόποι εκείνοι στους οποίους ο άνθρωπος θα βρίσκει όχι απλώς τη γαλήνη και την ησυχία, αλλά την γνήσια κοινωνία με το Θεό και τους ανθρώπους, θα απολαμβάνει των πνευματικών αγαθών και θα προσφέρει αφειδώλευτα από το περίσσευμα ή το υστέρημά του στον άλλο, στον οποιονδήποτε άλλο έχει ανάγκη, την αγάπη που λαμβάνει στο σπίτι του, στο ναό και στο σώμα του Χριστού.

Κέρκυρα, 27 Νοεμβρίου 2011