4/6/12

ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΝ ΤΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΩ;


Δεν είμαι συγγραφέας, Είμαι παπάς. Γι’ αυτό και δυσκολεύομαι να εκφράσω σκέψεις για ένα βιβλίο, το οποίο δεν αποσκοπεί στο να αποκαλύψει συγγραφικές ιδιότητες ή να πουλήσει. Στην ουσία, αν εξαιρέσουμε το προλογικό σημείωμα όλα τα κείμενά του έχουν γραφτεί σε ένα διάστημα δεκαπέντε χρόνων, με μοναδικό σκοπό την μαρτυρία της Εκκλησίας στη νέα γενιά. Γράφτηκαν εξ αφορμής γεγονότων, κειμένων, τραγουδιών, ταινιών, βιβλίων, προβληματισμών που νέοι άνθρωποι συζητούσαν μαζί μου στις νεανικές συντροφιές του Βόλου και της Κέρκυρας, στις κατασκηνώσεις, στις ραδιοφωνικές εκπομπές, από το «Εκπέμπω ένα σήμα» της «Ορθόδοξης Μαρτυρίας», μέχρι την «Νυχτερινή Πτήση» του «Αγίου Σπυρίδωνα». Είναι άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά μεγάλο μέρος στις «Ψηφίδες» και στα «Βήματα», αλλά και στην «Πειραϊκή Εκκλησία», για να αποτυπώσουν την ανάγκη η Εκκλησία, όπως εγώ την βιώνω, να μιλήσει στους νέους.

«Όπως εγώ την βιώνω» Φαντάζει εγωιστική μια τέτοια ρήση. Η Εκκλησία, έχουμε μάθει, είναι σώμα Χριστού. Είναι «εμείς». Είναι κοινωνία πιστών με το Σωτήρα Χριστό, όπως έμαθα στο Λύκειο. Ο αγώνας όλων μας στην Εκκλησία είναι να φέρουμε τους ανθρώπους στο Χριστό, να τους κάνουμε να ξεπεράσουν τον ατομοκεντρισμό, να τους κάνουμε, όπως μάθαμε στην κατασκήνωση «πρόσωπα». Και ναι, η Εκκλησία σήμερα αποτελεί ίσως την τελευταία ελπίδα κοινοτισμού, σε μία εποχή όπου το «εγώ» είναι όχι μόνο το επίκεντρο, αλλά το νόημα τούτου του κόσμου. Επομένως, γιατί «όπως εγώ την βιώνω;».

Μα γιατί κι εσείς κι εγώ είμαστε πρόσωπα. Πρόσωπα με τα χαρίσματα, δοσμένα από το Θεό και όχι δικά μας. Πρόσωπα με τις πτώσεις, την αμαρτωλότητα, την αδυναμία μας, κι ας το ξεχνάμε, καθώς είναι λιγότερο επώδυνο να παρατηρούμε το κάρφος στο μάτι του πλησίον μας, όπως και του κόσμου. Είμαστε πρόσωπα που αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε ελπίδες, να χτίσουμε σχέσεις, να μοιραστούμε, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Γιατί στην Εκκλησία το πρόσωπο δεν εκμηδενίζεται, αλλά και δεν θεοποιείται. Με τη θέλησή του ό,τι έχει προσθέσει με τον μικρό ή μεγάλο κόπο του στα τάλαντα που ο Θεός του έχει δώσει, τα αντιπροσφέρει στον Δεδωκότα και στους αδελφούς του. Κι έτσι διασώζει το «εγώ» μέσα στο «εμείς». Το «εγώ» διακονεί το «εμείς», αλλά και το «εμείς» τρέφεται από το «εγώ» του καθενός μας. Κανείς δεν είναι αναντικατάστατος, αλλά είναι μοναδικός. Στην διαφορετικότητά του.
Έγινα παπάς γιατί η Εκκλησία είναι ο μοναδικός τρόπος και χώρος στον οποίο το «εγώ» βρίσκει χαρά στο «εμείς» Την χαρά του Χριστού. Την χαρά της αγάπης. Κι αυτό ήθελα πάντοτε να μοιραστώ με τους αδελφούς και συλλειτουργούς μου, γιατί από αυτούς το παρέλαβα, όπως κι εκείνοι από άλλους. Αυτό ήθελα να μοιραστώ με τα παιδιά και τους νέους, με τους οποίους, ακόμη και όταν απορρίπτουν την Εκκλησία, χαίρομαι να βρίσκομαι μαζί. Αυτό ήθελα να μοιραστώ και με τους μεγαλύτερους, είτε αυτοί έχουν την καλή αγωνία για την πίστη είτε παραμένουν απόμακροι, αρνητικοί, αδιάφοροι.

Από έναν κόσμο σαν κι αυτόν τι να κρατήσω; Μας τυραννά το ερώτημα της εκκοσμίκευσης. Φοβόμαστε να έχουμε άποψη για τον κόσμο, γιατί νομίζουμε ότι η πνευματικότητα, η Βασιλεία των ουρανών, η προσευχή, η άσκηση είναι δρόμοι που σε βγάζουν από τον κόσμο. Όμως αυτοί οι τρόποι σε βγάζουν από την αμαρτία. Σε κάνουν να καταλαβαίνεις πόσο σε αγαπά ο Θεός, ελαφρώνουν τα βαρίδια, που δεν σε αφήνουν να βρεις νόημα στη ζωή σου. Να καταλάβεις τι αξίζει πραγματικά και τι όχι.
Ναι, ο κόσμος ζει σα να μην πέρασε ο Χριστός. Όχι όμως όλος ο κόσμος. Δεν είναι όλα του κόσμου άσχημα. Άλλωστε στον κόσμο ζούμε. Την τεχνολογία, την γνώση, την επιστήμη, τα αγαθά του κόσμου χρησιμοποιούμε. Η Εκκλησία δεν θα πάψει να δίνει αυτό που ο κόσμος στερείται. Το νόημα και την προοπτική. Την νίκη κατά του θανάτου. Την Ανάσταση και την Αγάπη. Αυτό που είναι ο Χριστός. Κι έχοντας τον Χριστό, μπορείς για όλα να μιλήσεις. Να πετάξεις σαν την μέλισσα και να πάρεις ό,τι μπορεί να σε βοηθήσει για να συμβάλεις στο να γίνει το μέλι πιο νόστιμο. Και η Εκκλησία είναι η κυψέλη που μεταμορφώνει την γύρη του κόσμου σε μέλι, μαζί με το Χριστό, τους Αγίους και όλους εμάς, σήμερα, τα παιδιά μας αύριο, όλους όσους πιστεύουν και θα πιστεύουν.

Αυτό είναι το μήνυμα το οποίο θα ήθελα να βγει από αυτό το βιβλίο. Κι αυτό το μήνυμα απευθύνεται τόσο στα νέα παιδιά, όσο και στους γονείς, τους ιερείς, τους κατηχητές. Ας ακούσουμε πρώτα τα παιδιά μας. Ας ακούσουμε τι ακούνε, τι βλέπουν, τι διαβάζουν, τι ονειρεύονται, τι τα προβληματίζει, τι τα ευχαριστεί, τι τα κάνει να παραδίδονται ακόμη-ακόμη στην αποχαύνωση του σημερινού κόσμου. Κι αφού ακούσουμε ας προτείνουμε σ’ αυτά και σε όλους τι λέει και τι θέλει ο Χριστός. Ο Χριστός της Εκκλησίας που γίνεται και ο προσωπικός μας Χριστός . Όχι ως κήρυγμα, αλλά ως απόσταγμα της δικής μας μικρής ή μεγάλης προσπάθειας να Τον συναντήσουμε. Στην Θεία Λειτουργία και την άσκηση, στην ελεημοσύνη και την αγάπη, στους Πατέρες και στους Θεολόγους, στους Αγίους και τους μετανοούντες.
Έχουμε πρόταση και λόγο. Είναι βέβαιο ότι δεν είναι αρκετά για να αλλάξει ο κόσμος. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Ας μην ξεχνούμε ότι οι Απόστολοι με τον λόγο, με την τράπεζα της αγάπης, την προσευχή και την κλάση του Άρτου πέτυχαν τον ευαγγελισμό του κόσμου. Κι αυτός είναι ο αγώνας της Εκκλησίας ανά τους αιώνες. Τίποτε λιγότερο από αυτό.

π. Θ.Μ.



Αλιεύοντας ψυχές

ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ

Είχα χτες την τύχη και την τιμή να συντονίσω την εκδήλωση παρουσίασης ενός βιβλίου. Δεν ήταν ένα συνηθισμένο βιβλίο. Κατ’ αρχάς το έγραψε ένας νέος ιερέας, παιδί της Λάρισας, βγαλμένο και αυτό από την αυλή του 1ου Γυμνασίου Αρρένων, απ’ όπου περάσαμε οι περισσότεροι στα χρόνια της δεκαετίας του 70.
Δεύτερον, δεν ήταν ένα βιβλίο που έθιγε – όπως ίσως φαντασθήκατε- θρησκευτικά ή εκκλησιαστικά θέματα. Γράφτηκε για νέους, μιλάει στη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι νέοι, και, κυρίως, πραγματεύεται θέματα που απασχολούν τη νεολαία.

Ακόμη και τον τίτλο του, ο πατήρ Θεμιστοκλής Μουρτζανός – ο συγγραφέας του βιβλίου – τον δανείστηκε από ένα τραγούδι των Onirama, (γνωστό νεανικό συγκρότημα) που θέτει ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα:
«Από έναν κόσμο σαν κι’ αυτόν τι να κρατήσω;»
Ο παπάς λοιπόν, που πρώτα σπούδασε φιλόλογος και μετά θεολογία στην οποία έχει και το Διδακτορικό του, τολμά και καταπιάνεται με θέματα που μέχρι πρότινος αποτελούσαν ταμπού για την Εκκλησία. Τα ναρκωτικά, ο έρωτας, το AIDS, η νεανική βία, το Διαδίκτυο και τα κινητά τηλέφωνα, οι εφηβικές ανησυχίες, το ποδόσφαιρο ως κοινωνικό φαινόμενο, δεν είναι θέματα που μπορούσες να τα συζητήσεις κάποτε με έναν ιερέα.
Οι περισσότεροι μεγαλώσαμε με το …κήρυγμα και η λέξη αυτή μας έγινε περίπου…αντιπαθής:
-Πάααλι κήρυγμα; λέγαμε συχνά στις μάνες μας όταν μας τα έσουρναν με την πρώτη ευκαιρία.
Παιδιά στο δημοτικό πηγαίναμε υποχρεωτικά στο Κατηχητικό επειδή αυτό επέβαλαν οι νόμοι και τα διατάγματα της εποχής. Αργότερα, στο Γυμνάσιο, ανιούσαμε –αν δεν κάναμε καζούρα- με το μάθημα των θρησκευτικών, όπου οι περισσότεροι θεολόγοι, συνήθως εκτός κλίματος της εποχής, προσπαθούσαν να βγουν …σώοι από τις αίθουσες και να αντιμετωπίσουν την έντονη νεανική αμφισβήτηση. Οι άνθρωποι, προσπαθούσαν φιλότιμα, δε λέω. Αλλά μιλούσαν… άλλη γλώσσα. Εμείς ανακαλύπταμε τότε τον Μαρξ και γοητευόμαστε από τον «αιρετικό» Καζαντζάκη και εκείνοι μας μιλούσαν για το μοναχό … Παχώμιο (τυχαίο το όνομα) που είδε αίφνης το σατανά να μπαίνει στο κελί του και με ποιο τρόπο, κατάφερε να τον… νικήσει
Μπορούσαν όμως έτσι να πείσουν εφήβους που εξ’ ορισμού είναι στην πιο αντιδραστική φάση της ζωής τους; Η απάντηση είναι αυτονόητα όχι.
Και ας μην μιλήσουμε βέβαια για τα χρόνια τα φοιτητικά όπου το να δηλώνεις άθεος ήταν περίπου επιβεβλημένο, ήταν μόδα, ήταν «μαγκιά».
Έτσι, όλη αυτή η γενιά των Κατηχητικών, κατέληξε σε ένα μεγάλο βαθμό σήμερα να έχει μια τυπική σχέση με την Εκκλησία που περιορίζεται σε περιστασιακό εκκλησιασμό «κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα», και στην αναγκαστική τέλεση μυστηρίων, όταν έπρεπε να παντρευτούν, να βαφτίσουν τα παιδιά τους, ή να κηδέψουν τους οικείους τους.
Το σύστημα απέτυχε. Η Εκκλησία είχε ένα φανερό επικοινωνιακό πρόβλημα, ένα πρόβλημα προσέγγισης των νέων ανθρώπων που το υποτίμησε και το οποίο κατέληξε να είναι σήμερα πρόβλημα ουσίας. Οχυρωμένοι πίσω από τον άμβωνα, οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί λειτουργοί είχαν στα χέρια τους το λόγο του Ευαγγελίου – που είναι ένα σπουδαίο όπλο – απόδειξη ότι και ο Μαρξ και ο Καζαντζάκης που τότε λατρεύαμε, σήμερα φαντάζουν παρωχημένοι σε αντίθεση με το λόγο του Ευαγγελίου που παραμένει πάντα διαχρονικός, πάντα επίκαιρος.
Δυστυχώς όμως, αυτό το όπλο δεν ήξεραν πώς να το χειριστούν. Αυτό άλλωστε είχε καταλάβει ο χαρισματικός και επικοινωνιακός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και αυτήν την αγωνία εξέφραζε όταν, απευθυνόμενος στην πιτσιρικάδα, είπε το περίφημο «ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε. Και με το σκουλαρίκι και με ό,τι θέλετε. Εγώ σας πάω…».
Αν τότε η νεολαία ήθελε άλλη προσέγγιση από την Εκκλησία, φαντάζεται κανείς πόσο πιο δύσκολο έχει γίνει το πρόβλημα σήμερα, στην εποχή της υπερπληροφόρησης και του Διαδικτύου, στην εποχή που μέσα στην οικογένεια λείπει όλο και πιο πολύ η συζήτηση και με ένα σχολείο που παρέχει όλο και πιο πολλές γνώσεις αλλά όλο και λιγότερη παιδεία.
Σ’ αυτήν την αντικειμενικά δύσκολη εποχή, είναι λοιπόν παρήγορο που μια γενιά νέων ιερωμένων και άλλων εκκλησιαστικών λειτουργών, δίνουν αθόρυβα και σεμνά ένα πολύ μεγάλο αγώνα να προσεγγίσουν τα νέα παιδιά. Τη νεολαία του σχολείου και του φροντιστηρίου, αλλά και τη νεολαία της καφετέριας. Τη νεολαία που μοχθεί και αγωνίζεται αλλά και τη νεολαία που φοράει κουκούλες, βάζει μολότοφ ή δέρνεται στα γήπεδα.
Αυτή η νέα γενιά εκκλησιαστικών ανδρών, φαίνεται ότι έχει αφήσει τον άμβωνα και βούτηξε στη θάλασσα της κοινωνίας να παλέψει με τα κύματα.
Δεν ξέρω τι και αν θα πετύχει, εύχομαι όμως το καλύτερο. Στην τελική, είναι τόσο σύνθετη σήμερα η ζωή που όποιες δυνάμεις μπορούν να στρατευθούν και να καλλιεργήσουν πρότυπα, αξίες και ιδανικά είναι χρήσιμες.
Έχω την άποψη ότι όσο η Εκκλησία και ο λόγος της θα είναι κοντά στις πραγματικές σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας…
Όσο θα αφουγκράζεται τον σπαραγμό των σημερινών γενεών της κρίσης…
Τόσο πιο πολύ θα είναι επωφελής για του ανθρώπους, τόσο πιο κοντά στον πραγματικό της ρόλο.
Ο αγώνας είναι πολύ μεγάλος και τα περιθώρια έχουν στενέψει απελπιστικά.