10/6/12

ΟΙ ΔΕ ΒΑΣΤΑΖΟΝΤΕΣ ΕΣΤΗΣΑΝ


Όποιος διαβάζει για το θαύμα της ανάστασης του μοναχογιού της χήρας γυναίκας στη Ναίν της Γαλιλαίας από το Χριστό είναι αδύνατον να μη συγκινηθεί. Ο ίδιος ο Χριστός, βλέποντας τη νεκροπομπή και τη μητέρα να κλαίει για τη σκληρότητα του θανάτου, την απώλεια του γιου της, την μοναξιά που την είχε πλημμυρίσει, την ευσπλαχνίσθηκε, μας λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. 7,13). Ο ίδιος ο Θεός πονά βλέποντας την δύναμη του θανάτου επάνω στον άνθρωπο, το πλάσμα που δημιούργησε κατ’ εικόνα και ομοίωσί Του. Ο Χριστός, με πατρικό τρόπο, προτρέπει την μητέρα να μην κλαίει, δείχνοντας ότι είχε λάβει την απόφαση να ασκήσει την εξουσία εναντίον του θανάτου την οποία η θεία Του φύση είχε. Πριν όμως αναστήσει το νεαρό, θα προχωρήσει, θα ακουμπήσει τη σορό και εκείνη τη στιγμή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ευαγγελιστής, «οι δε βαστάζοντες έστησαν» (Λουκ. 7, 14). Σταμάτησαν να προχωρούν αυτοί που κρατούσαν το νεκροκρέβατο, μόλις είδαν το Χριστό να ακουμπά το νεκρό σώμα του μοναχογιού της χήρας.

Σταμάτησαν την πορεία προς την ταφή. Με την παρουσία του Χριστού, ακόμη και ο πιο σκληρός και ο πιο αδιάφορος άνθρωπος, μπορεί για μία στιγμή να σταματήσει να πορεύεται προς το θάνατο και το τέλος. Και είναι ο θάνατος όχι μόνο βιολογικός. Είναι η κάθε μορφή κακού και αμαρτίας που μας χωρίζει από την αγάπη του Θεού και μας κάνει να απομακρυνόμαστε από το συνάνθρωπο. Η παρουσία του Χριστού ρίχνει λίγο φως στα έγκατα της ύπαρξής μας. Μας κάνει να στεκόμαστε με σεβασμό και προβληματισμό απέναντι στον Νικητή του Θανάτου. Μας κάνει να βλέπουμε από την μία πλευρά τον Ίδιο που είναι η Ζωή και η Ανάστασις και από την άλλη τους εαυτούς μας, οι οποίοι πορευόμαστε, όσο κι αν προσπαθούμε, ολοταχώς με τα φορτία του θανάτου φορτωμένα στις πλάτες της ύπαρξής μας. Βιοτικές μέριμνες, άγχη και αγωνίες, αδυναμία να αγαπήσουμε και να συγχωρήσουμε, αδυναμία να προσευχηθούμε, αδυναμία να αποδεχτούμε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της ζωής μας.

Την ίδια στιγμή, τα δικαιώματά μας για ζωή, για χαρά και ευτυχία, για τις ηδονές του βίου τούτου, μας σπρώχνουν να προχωρήσουμε προς το μνήμα και να εναποθέσουμε εκεί τους άλλους που φεύγουν απ’ αυτόν τον κόσμο. Μας γεννούν την ψευδαίσθηση ότι έχουμε χρόνο. Ότι ο θάνατος είναι για τους άλλους και ότι εμείς με κάποιον τρόπο θα τον αποφύγουμε. Ή, ακόμη κι αν στο βάθος της ύπαρξής μας γνωρίζουμε ότι αυτό δε θα συμβεί, εντούτοις δεν ήρθε η ώρα μας. Έτσι, πορευόμαστε κι εμείς μ’ εκείνους που κρατούνε τη σορό του νέου ανθρώπου, παρατηρητές του θανάτου και έτοιμοι να συνεχίσουμε τη ζωή μας, αφού εναποθέσουμε στη γη το σώμα εκείνου. Ο Χριστός όμως, απλώνοντας το χέρι στη σορό, μας ζητά να περιμένουμε. Να έχουμε την μνήμη του θανάτου μεν, αλλά, την ίδια στιγμή, να στρέψουμε το βλέμμα μας σ’ Εκείνον με την ελπίδα ότι για όλους ο θάνατος νικήθηκε, αρκεί να είμαστε μαζί Του, δίπλα Του, αρκεί να μπορούμε τόσο όσο ζούμε, αλλά και όταν φεύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο να απλώσουμε το χέρι μας και να το βάλουμε στο δικό Του, για να μας παραδώσει όχι μόνο στους δικούς μας συγγενείς κατά σάρκα, αλλά, κυρίως, στους συγγενείς μας εν πνεύματι, που είναι η Εκκλησία και οι άγιοί της.

Ο Χριστός κάνει τους μεταφέροντας τη σορό να σταματήσουν. Μαζί μ’ αυτούς καλεί τον καθέναν από εμάς να σταματήσει την πορεία του προς το θάνατο που η ζωή μακριά απ’ Αυτόν φέρει, να σταματήσουμε να νικιόμαστε από την αμαρτία, να σταματήσουμε να ζούμε σα να μην υπάρχει ψυχή, να σταματήσουμε να κατατρωγόμαστε από την αγωνία και το άγχος για το αύριο, και να μην αποκάμουμε από τον πνευματικό θάνατο, ο οποίος μας απειλεί αιώνια. Μας καλεί να σταματήσουμε σε προσωπικό επίπεδο μια ζωή που δεν έχει ως κύριο γνώμονα και μέτρο την αγάπη προς τον πλησίον, αλλά την φροντίδα μόνο για το εγώ και τη σάρκα μας. Και να ζούμε με το ήθος της προσευχής και της άσκησης, που μας γεννά την ελπίδα της κοινωνίας μαζί Του, εντός της Εκκλησίας και της πνευματικής της ζωής.

Την μητέρα και το νεκρό παιδί της συνόδευαν οι άνθρωποι που είχαν συγκινηθεί από το σκληρό του θανάτου. Όλοι ήταν παραδομένοι σ’ αυτόν. Όλοι είχαν ως γνώμονα το συναίσθημα, τη συγκίνηση και την αγάπη προς τη μάνα, αλλά και την λύπη για το γεγονός. Η διαφορά μας στην Εκκλησία είναι ότι εμείς που πιστεύουμε στο Χριστό δεν πορευόμαστε ηττημένοι από το θάνατο, αλλά βέβαιοι για την ανάστασή μας και την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Δεν είναι για μας το τέρμα ο θάνατος, αλλά η αρχή της νέας ζωής. Και μπορεί κι εμείς να λυπόμαστε κατά άνθρωπον γι’ αυτόν, αλλά το βλέμμα και η πίστη μας είναι προσανατολισμένα στον Αναστάντα Χριστό, ο Οποίος μας απλώνει το χέρι Του εντός της Εκκλησίας για να μας διαβεβαιώσει: «Σοί λέγω εγέρθητι»! Σε σένα, σε μένα, σε μας! Ο λόγος είναι συγκλονιστικός. Μας ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την ανάσταση. Αυτήν που πρώτα ο Κύριος έδωσε και έζησε κι αυτήν που θα δώσει στον καθέναν μας. Αρκεί να σταματήσουμε από τα έργα της αμαρτίας, τα έργα της αγωνίας, τα έργα της απιστίας, τα έργα του θανάτου εν τω κόσμω. Αυτό θέλει να μας υπενθυμίσει η Εκκλησία μας, ορίζοντας να διαβάζεται αυτή η ευαγγελική περικοπή. Ας την αφήσουμε λοιπόν να μιλήσει εντός μας!

Κέρκυρα, 7 Οκτωβρίου 2012