11/8/13

ΑΠΗΛΘΟΝ ΕΙΣ ΑΡΑΒΙΑΝ



                Μία από τις κυριότερες ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ησυχία. Ο άνθρωπος ζει μέσα στην τύρβη της καθημερινότητας. Στο άγχος της ζωής. Στην ταχύτητα, αλλά και το βάρος που προκαλούν οι βιοτικές μέριμνες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει τον εαυτό του. Να δει την πορεία της ψυχής τους, αλλά και να προβληματιστεί για τον δρόμο τον οποίο ακολουθεί. Δεν έχει χρόνο ο άνθρωπος για να ετοιμάσει τον εαυτό του αληθινά. Μπορεί εν όψει ενός μεγάλου γεγονότος της ζωής ο καθένας να ετοιμάζεται όσον αφορά στο υλικό μέρος, ως προς την όψη της ύπαρξης. Το κλειδί όμως είναι η προετοιμασία της καρδιάς. Της ψυχής. Κι εκεί δυσκολευόμαστε.
Ο απόστολος Παύλος, πριν ξεκινήσει τον αγώνα για την κήρυξη του Ευαγγελίου που τον έφερε τέσσερις φορές να περιοδεύει από την Παλαιστίνη έως την Ισπανία, κάτω από συνθήκες ιδιαίτερα δύσκολες, μας  αναφέρει στην  προς Γαλάτας  επιστολή του:   «ευθέως ου προσαναθέμην σαρκί και αίματι, ουδέ ανήλθον εις Ιεροσόλυμα προς τους προ εμού αποστόλους, αλλά απήλθον εις την Αραβίαν» (Γαλ. 1, 16-17). Δεν στηρίχτηκε λοιπόν σε ανθρώπινες δυνάμεις, ούτε πήγε στα Ιεροσόλυμα για να συναντήσει εκείνους που ήταν απόστολοι πριν από αυτόν, αλλά έφυγε στην Αραβία. Πήγε δηλαδή στην έρημο για να ησυχάσει, να σκεφθεί, να προσευχηθεί, να προετοιμάσει τον εαυτό του για το μεγάλο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ουσιαστικά όλη αυτή η διαδικασία κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, στα οποία ο Παύλος πάλεψε με τον εαυτό του, ώστε να μπορεί να νιώθει ότι ήταν έτοιμος για να ξεκινήσει το έργο του αποστόλου. 
Ο πρώτος μετά τον Ένα δεν έκρινε σκόπιμο να στηριχθεί στον ενθουσιασμό και την φλόγα που γεύθηκε μέσα από την κλήση του από τον ίδιο το Χριστό στο αποστολικό αξίωμα, στο ταξίδι στη Δαμασκό. Ένιωθε ότι αναλαμβάνει έργο μεγάλο. Δεν μπορούσε να στηριχθεί σε ανθρώπινες δυνάμεις, ούτε καν στα όσα ο ίδιος γνώριζε. Ούτε στην κλήση του. Ήθελε κόπο και ετοιμασία. Προσευχή. Μελέτη. Άσκηση. Ησυχία. Αποταγή από τον πρότερο βίο του και την ίδια στιγμή υπομονή. Και όταν ολοκληρώθηκε το στάδιο αυτό της κάθαρσής του, με εμπιστοσύνη στο Θεό, τον αφορίσαντα αυτόν εκ κοιλίας μητρός, ξεκινά για το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων.
Τι μας διδάσκει ο Παύλος;
Πρωτίστως ότι χρειαζόμαστε διαστήματα ησυχίας στην καθημερινή μας πορεία και ζωή. Χρόνο, στον οποίο θα δούμε τον εαυτό μας. Τα λάθη και τα πάθη. Χρόνο τον οποίο θα αξιοποιήσουμε αγωνιζόμενοι εναντίον του παλαιού ανθρώπου, έχοντας επίγνωση ότι είναι και παραγωγικός και απαραίτητος για την πνευματική μας πορεία. Είναι χρόνος προσευχής. Χρόνος αυτογνωσίας. Χρόνος ανατροφοδότησης του εαυτού μας, αλλά και αυτοελέγχου. Είναι χρόνος σιωπής. Όχι απραξίας ή διακοπών ή φυγής από τη ζωή και το πρόγραμμά της, αλλά χρόνος που χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να ανανεωθούμε.
Ότι αυτός ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρξει μέσα στον τόπο που ζούμε και κινούμαστε και εργαζόμαστε. Χρειάζεται απόσυρση από τον τρόπο της καθημερινότητάς μας, αλλά και από τον τόπο της. Και δεν είναι ανάγκη να είναι καρπός διαδικασίας που απαιτεί χρήματα ή ταξίδι μακριά. Μπορεί να γίνει και σε σημεία που είναι κοντά μας τοπικά, αλλά που μας δίδουν την ευκαιρία να αλλάξουμε τροπικά. Αρκεί να μην φοβόμαστε την ησυχία. Γιατί μέσα σ’ αυτήν ο εαυτός μας ορθώνεται όπως αληθινά είναι. Το ίδιο και οι επιλογές μας. Και δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε ούτε αυτόν ούτε εκείνες.
Τέλος,  ησυχία χωρίς εκζήτηση του Θεού δεν έχει νόημα. Και τον Θεό δεν είναι καθόλου  εύκολο να Τον συναντήσουμε συμπνιγόμενοι στο πέλαγος των βιοτικών. Την ίδια στιγμή αυτό το πέλαγος μας κάνει να πανικοβαλλόμαστε. Να νικιόμαστε από το συνεχές των λογισμών, μέσα από τους οποίος ζούμε την πίεση και το άγχος της επιβίωσης ή της επικράτησης ή της απόλαυσης, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ούτε χρόνος ούτε διάθεση για να προσανατολιστούμε προς το Θεό. Γι’ αυτό και εύκολα ζητούμε διέξοδο στους ανθρώπους. Περιμένουμε από αυτούς να μας δώσουν λύση ή να μας τροφοδοτήσουν. Να μας μιλήσουν για το Θεό. Να μην κουραστούμε άλλο. Κι αν έχουμε χρόνο ή διάθεση, μόνο τότε αφήνουμε ένα περιθώριο να σκεφτούμε την πνευματική πορεία της ύπαρξής μας, που έγκειται στην κοινωνία με το Θεό.
Πώς τα βλέπουμε όλα αυτά στη ζωή μας;
Ο αντίθεος ή αδιάφορος για την πίστη πολιτισμός μας έχει βρει πάμπολλους τρόπους να παγιδεύει τόσο την ανάγκη μας για ησυχία, όσο και τον φόβο μας γι’ αυτήν. Η βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου, που έχει μετατραπεί σε καταναλωτικό προϊόν αποτελεί την απάντηση του σύγχρονου ανθρώπου στο αίτημα της ησυχίας. Η εικόνα της τηλεόρασης, του υπολογιστή. Η αγορά. Τα ταξίδια και οι διακοπές.   Η διασκέδαση. Είναι στοιχεία τα οποία μας δίνουν την ψευδαίσθηση της αλλαγής και της ησυχίας, η οποία ταυτίζεται με την ξεκούραση. Ταυτόχρονα, μέσα από αυτή την βιομηχανία κατανάλωσης του χρόνου ο πολιτισμός μας δείχνει ότι φοβάται την εσωτερική αλλαγή. Γι’ αυτό και όπου κι αν πάμε, με ό,τι κι αν ασχοληθούμε, η έννοια της αυτογνωσίας περιορίζεται. Είναι κουραστικό να δούμε τον εαυτό μας. Είμαστε άλλωστε «σκασμένοι» από αυτόν. Ας «ξεσκάσουμε» λοιπόν, για να ξεχαστούμε. Την ίδια στιγμή η όποια προετοιμασία για οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή περιορίζεται στην κατ’ όψιν κατάσταση. Στην εξωτερική διόρθωση ή στον στολισμό του σώματος. Ακόμη και η μελέτη έχει να κάνει με βιβλία που μας βοηθούν να έρθουμε σε επαφή με τον κόσμο, χωρίς να χρειάζεται να δούμε το βάθος της ύπαρξης και το σκοπό της ζωής. Αλλά και η σχέση με το Θεό δεν αντιμετωπίζεται ως βασική ανάγκη της ύπαρξης. Γι’ αυτό και η κυριακάτικη θεία λειτουργία είναι πάρεργο ή έθιμο. Και υποκαθίσταται από τον καταναλωτισμό. Γι’ αυτό και τα καταστήματα μπορούν να είναι ανοιχτά και τις Κυριακές. Γι’ αυτό κι ένα σωρό δραστηριότητες μπορούν να προγραμματιστούν για μικρότερους και μεγαλύτερους τις Κυριακές. Έτσι ο χρόνος ξοδεύεται στην επανάληψη, την ματαιότητα και την υποταγή στον εκκοσμικευμένο προσανατολισμό.
Η θεία λειτουργία αποτελεί για τον σύγχρονο άνθρωπο «πορεία εις Αραβίαν», κατά τον αποστολικό λόγο. Στη γωνιά του ναού, είτε της ενορίας είτε της μονής, ο άνθρωπος μπορεί να δει τον εαυτό του και τα λάθη του. Να αφήσει τον εαυτό του να ανατροφοδοτηθεί από τον λόγο του Θεού. Να συναντήσει αληθινά τον πλησίον του, ξαναβλέποντας την ανάγκη για αγάπη. Να αλλάξει, έστω και για λίγο,  και τον τόπο τον τρόπο οργάνωσης του χρόνου της ζωής του. Και να κοινωνήσει το Θεό, ως παράδοση του εαυτού μας στο θέλημα και την παρουσία Του στο Ποτήριο της ζωής. Γι’ αυτό και η ασκητική παράδοση της πίστης μας επιμένει σ’ αυτόν τον τρόπο. Ακόμη κι αν δεν έχουμε πολύ περιθώριο για ησυχία, ας κρατήσουμε ζωντανή αυτή την πρόταση ζωής της Εκκλησίας μας. Την ίδια στιγμή, ένα μικρό τμήμα του ημερήσιου χρόνου μας ας δίδεται στην ησυχία της προσευχής, της άσκησης, της μελέτης, της επίγνωσης της πορείας της ζωής μας. Της προετοιμασίας μας για τα μεγάλα, αλλά και για τα μικρά. Αλλά και όποτε μπορούμε, όταν κάτι μεγάλο και σπουδαίο πρόκειται να συμβεί ή συμβαίνει στη ζωή μας, ας επιλέγουμε τον δρόμο και τον τρόπο της ησυχίας.  Ας αντισταθούμε στην λογική της κατάποσης του χρόνου από τον πολιτισμό μας ή της μετατροπής του σε κατανάλωση. Το χρειαζόμαστε αληθινά.

Κέρκυρα, 10 Νοεμβρίου 2013