8/9/14

ΝΑΟΣ ΘΕΟΥ ΕΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΟΙΚΕΙ ΕΝ ΥΜΙΝ



               Οι άνθρωποι συχνά αποθεώνουμε τους εαυτούς μας. Νομίζουμε ότι το νόημα και ο σκοπός  της ζωής μας έγκειται στο να περνάμε καλά. Στο να είμαστε εμείς το κέντρο του κόσμου και τα πάντα να περικλείονται γύρω από εμάς. Αυτό φαίνεται στις σχέσεις που έχουμε με τους άλλους. Ο πολιτισμός μας μάς λέει ότι οι άλλοι οφείλουν να προσαρμοστούν σ’ αυτό που εμείς θέλουμε και την ίδια στιγμή να κατανοήσουν ότι είμαστε ό,τι θέλουμε. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μία διαρκή σύγκρουση, όταν οι επιθυμίες μας δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τις επιθυμίες των άλλων και μία αδυναμία υποχώρησης και συγκατάβασης, η οποία ακόμη κι αν έρχεται, είναι συνοδευμένη από την οργή και το θυμό. Παράλληλα, επιτιμούμε τους φίλους και οικείους μας, όταν στις δικές τους σχέσεις είναι συγκαταβατικοί και υποχωρητικοί. Τους θεωρούμε αδύναμους και ένα παιχνίδι εξουσίας είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας. Αυτή η στάση ζωής επεκτείνεται και σε κοινωνικό επίπεδο, κάτι που εύκολα διαπιστώνουμε από την απαίτηση οι άλλοι να πληρώνουν για την όποια κρίση και δυσκολία. Αλλά και στην σχέση μας με τον εαυτό μας διαπιστώνουμε έναν αυτοτροφοδοτούμενο  εγωκεντρισμό. Από την μία, ενώ καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε χαρούμενοι όταν γίνεται το δικό μας εις βάρος των άλλων, γιατί λειτουργούμε ως κακομαθημένα παιδιά, τα οποία δεν μπορούν να νιώσουν τη χαρά της αγάπης, τη χαρά του μοιράσματος, τη χαρά της κοινωνίας που πηγάζει από την αλληλοϋποχώρηση και από την άλλη νιώθουμε ότι θα δείξουμε αδύναμοι εάν κάνουμε πίσω. Την ίδια στιγμή, ακόμη κι αν δεχόμαστε γνώμες άλλων ανθρώπων, ιδίως αυτών που μας αγαπάμε, βαφτίζουμε «ελευθερία»  την εκπλήρωση του θελήματός μας και εμμένουμε σ’ αυτό. Έτσι δεν αφήνουμε περιθώριο  στην αγάπη των άλλων ούτε μπορούν να λειτουργήσουν εντός μας η ταπείνωση και η μετάνοια. Πάντα κάποιος άλλος θα φταίει για τις δικές μας αποτυχίες. 
                Αυτή η στάση ζωής έχει τη ρίζα της στην άρνηση ότι ο εαυτός μας είναι «ναός Θεού και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν ημίν» (Α’ Κορ. 3, 16). Δεν έχουμε επίγνωση οι άνθρωποι όχι μόνο της θεϊκής μας καταγωγής, αλλά και του γεγονότος ότι ο Θεός κατοικεί εντός μας. Κι αυτό γίνεται δια της χάριτος, της συνειδήσεως και της δίψας μας για αιωνιότητα. Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά μαρτυρούν την παρουσία του Θεού εντός μας και την ίδια στιγμή είναι αυτά που η ελευθερία μας αγωνίζεται να ακυρώσει, να περιθωριοποιήσει, να αρνηθεί, για να μπορέσουμε οι άνθρωποι να πούμε ότι «είμαι εγώ και ο εαυτός μου» και να ικανοποιήσουμε την απαίτηση του πολιτισμού μας τα πάντα να περιστρέφονται γύρω από εμάς. Κλειδί είναι ο χρόνος που διαθέτουμε στον εαυτό μας για τα του κόσμου και ο εκμηδενισμός του για τα του Θεού.
                Η χάρις του Θεού δίνει στον άνθρωπο την επιθυμία να κάνει πράξη το θέλημα του Θεού, να είναι η αγάπη το κλειδί για τη ζωή του, να αναζητεί τον Θεό στα άλλα πρόσωπα που τον περιτριγυρίζουν και να νιώθει ότι ο Θεός είναι εντός του. Η χάρις του Θεού αγιάζει τον άνθρωπο, του δίνει πίστη, τον κάνει να ελκύεται από τα μυστήρια και τη ζωή της Εκκλησίας, τον κάνει να χαίρεται την προσευχή και κάθε τι πνευματικό έργο, τον κάνει υπομονετικό στις λύπες και τους σταυρούς της ζωής. Η χάρις του Θεού δίνει στον άνθρωπο την βεβαιότητα ότι δεν είναι μόνος του. Μόνο που η χάρις προϋποθέτει τη συνέργεια του ανθρώπου. Την ελεύθερη συγκατάβασή του να χρησιμοποιήσει τα χαρίσματά του, την δημιουργικότητα που ο Θεός του έδωσε προς δόξαν Θεού, προς θεραπεία των αδελφών του και όχι προς προσωπική του δόξα και προς θεραπεία του εγωισμού του. Η χάρις του Θεού οδηγεί τον άνθρωπο στην δίψα του πνευματικού αγώνα. Στην δίψα για αρετή και υπέρβαση των παθών. Καθιστά τον άνθρωπο ανικανοποίητο με λιγότερο ουρανό. Χτυπά έναν εσωτερικό συναγερμό, ο οποίος οδηγεί τον άνθρωπο, στο μέτρο του εφικτού, να μνημονεύει Θεό σε κάθε περίσταση της ζωής του, στην εργασία, στην οικογένεια, στις σχέσεις με τους άλλους και να αναρωτιέται ποιο είναι το θέλημα του Θεού γι’ αυτόν. Δεν είναι μαγική δύναμη η χάρις του Θεού, αλλά δωρεά. Είναι μία συνεχής ένδειξη ότι ο Θεός, εν Αγίω Πνεύματι, υπάρχει εντός μας, όταν διψούμε γι’ Αυτόν.
Η συνείδηση πάλι κάνει τον άνθρωπο κριτικό έναντι του εαυτού του και του κόσμου. Η κρίση δεν συνεπάγεται την απόρριψη των προσώπων ή του εαυτού μας, αλλά την συγχώρεση. Είναι αλλιώς να γνωρίζεις και να συγχωρείς και αλλιώς να αδιαφορείς για τους πάντες και να μην χρειάζεται να συγχωρέσεις. Η εποχή μας ζητά την ενασχόληση με τους άλλους όχι όμως με βάση το κριτήριο της συνείδησης, αλλά με βάση το κριτήριο της πληροφόρησης γι’ αυτούς. Δαπανούμε μεγάλο μέρος του καθημερινού μας χρόνου ασχολούμενοι με τα των άλλων, τις ειδήσεις γι’ αυτούς, συνήθως με γνώμονα το πνεύμα της περιεργείας και δεν βλέπουμε τα ουσιώδη τόσο στη δική τους ζωή όσο και τη δική μας.  Αν περιορίζεται η δύναμη της συνείδησής μας, τότε δεν αναζητούμε ούτε ομολογούμε την αλήθεια τόσο για τους άλλους όσο και για τον εαυτό μας. Κτίζουμε ψεύτικους κόσμους ή σχέσεις ιδιοτέλειας, με σκοπό να περνούμε καλά. να μην θίγουμε τα κακώς κείμενα και αρνούμαστε να αγωνιστούμε για να ζήσουμε αλλιώτικα, κατά το πώς θέλει ο Θεός, δηλαδή με επίγνωση της Αλήθειας η οποία μας ελευθερώνει. Η συνείδηση είναι η φωνή του Θεού που έχει δοθεί σε κάθε άνθρωπο. Υπάρχει όχι για να μας φορτώνει με ενοχές, αλλά για να μας βοηθά να διακρίνουμε τι είναι αληθινό, αιώνιο, οδηγεί στην αγάπη και τι είναι πρόσκαιρο, το οποίο μας παρασύρει στην παραμονή στον τρόπο του κοσμικού χρόνου που έρχεται και παρέρχεται.  Την ίδια στιγμή, μας βοηθά να συγχωρέσουμε τόσο τον εαυτό μας για τις αδυναμίες του και με ταπείνωση να προχωρήσουμε στην αλλαγή ζωής, όσο και τους άλλους που δεν είναι όπως τους θέλουμε.  
Τέλος, η δίψα για αιωνιότητα, για υπέρβαση του θανάτου, για ένα Πάσχα εκ του θανάτου εις την ζωήν, είναι ένα ακόμη δώρο που δείχνει την παρουσία του Θεού εντός μας. Ο Θεός, δημιουργώντας μας κατ’ εικόνα και ομοίωσίν Του, μας έδωσε το σπέρμα της αθανασίας εντός μας. Δεν πλασθήκαμε για να πεθάνουμε, αλλά για να ζήσουμε. Και αυτή η δίψα για ζωή φαίνεται ιδιαιτέρως στις δοκιμασίες μας, όταν κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να αντέξουμε. Φαίνεται όταν δημιουργούμε έργα πολιτισμού τα οποία μένουν στον αιώνα. Όταν γεννάμε παιδιά, όχι μόνο ως καρπούς αγάπης, αλλά και ως τρόπους συνέχειας της ζωής. Όταν εργαζόμαστε στην επιστήμη, ώστε να βρούμε τρόπους διευκόλυνσης της καθημερινότητας, αλλά και έκτασης των δυνατοτήτων της ζωής μας. Όταν αγαπούμε και παλεύουμε η αγάπη να κρατήσει. Αυτά τα σπέρματα αθανασίας όμως δεν θα μπορέσουν να δώσουν την αληθινή αθανασία αν δεν αποδεχόμαστε την παρουσία του Χριστού εντός μας. Γιατί μόνο η πίστη στο Χριστό και η σχέση μαζί Του, η κοινωνία του σώματος και του αίματός Του, μας δίνουν «ζωήν αιώνιον». Όλα τα έργα μας έχουν αντίπαλο το χρόνο. Η παρουσία του Χριστού εντός μας νικά το χρόνο και ανανοηματοδοτεί τη ζωή μας, καταξιώνοντας την δίψα της αθανασίας.
Οι άνθρωποι έχουμε υποκαταστήσει την επίγνωση και την συγκατάβαση στην παρουσία του Θεού εντός μας με το παιχνίδι της εξουσίας. Νομίζουμε ότι είμαστε θεοί αφ’ εαυτού μας, με αποτέλεσμα να μην αποδεχόμαστε το Θεό. Κι έτσι χτίζουμε πολιτισμούς που έχουν μεν σπέρματα αθανασίας εντός τους, αλλά καταναλώνονται την ίδια στιγμή από το χρόνο και τα παιδιά του, την φιλαυτία και την φιληδονία. Χτίζουμε ζωές στις οποίες ο εαυτός μας δεσπόζει, αλλά θα έρθει η ώρα της συντριβής του και πάλι από τον χρόνο. Όταν νιώθουμε ότι ο Θεός κατοικεί εντός μας, ότι η ύπαρξή μας γίνεται ναός Του, τότε αλλάζουμε πορεία και οδηγούμαστε από την εξουσία στην αγάπη. Και τότε , έχοντας επίγνωση της χάριτος του Θεού, αφήνοντας την συνείδησή μας να μας υποδεικνύει τι είναι αληθινό και κοινωνώντας Χριστό μπορούμε να ξαναδούμε και τις σχέσεις μας με τους άλλους και την πορεία του εαυτού μας μέσα από άλλες προοπτικές. Αυτές της ευγνωμοσύνης για το Θεό, της συγχώρεσης και της ταπείνωσης που οδηγεί στην οδό της αιωνιότητας.

Κέρκυρα, 10 Αυγούστου 2014