2/10/15

ΜΙΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ, ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ

Η γιορτή της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης, το σκήνωμα της οποίας φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό  της Κέρκυρας, μάς δίδει την ευκαιρία να εντρυφήσουμε σε μία φράση την οποία καταθέτει ένα από τα στιχηρά του Εσπερινού της εορτής για το πρόσωπό της. Ο ιερός υμνογράφος την χαρακτηρίζει ως «το  στήριγμα της Ορθοδοξίας», για το λόγο ότι τίμησε τις εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, όντας η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, ο εκφραστής της πολιτικής εξουσίας, η σεμνή Βασίλισσα η οποία έκανε πράξη την συναλληλία Κράτους και Εκκλησίας σε μία εποχή όπου το κοινωνικό σώμα ήταν βαθιά τραυματισμένο από την μία σύγκρουση κατά βάθος πολιτική, αλλά επιφανειακά θρησκευτική:  αυτή της εικονομαχίας. 
         Και αναδείχθηκε στήριγμα της Ορθοδοξίας η Αγία Θεοδώρα η Αυγούστα διότι φρόντισε να ακολουθήσει την παράδοση της Παφλαγονίας, από όπου καταγόταν. Η Παφλαγονία είναι η περιοχή πριν τον Πόντο, ξεκινά από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και έρχεται σε συνέχεια   της ασιατικής πλευράς της Κωνσταντινούπολης. Οι κάτοικοί της ακολουθούσαν την παράδοση της τιμής της εικόνος η οποία έβαινε στο πρωτότυπο και δεν είχαν επηρεαστεί από τις απόψεις των μονοφυσιτών της Συρίας, που είχαν ως εκφραστές τους τους αυτοκράτορεςς Ισαύρους, ούτε τους εικονομάχους αυτοκράτορες της δυναστείας του Αμορίου, οι οποίοι είχαν επηρεαστεί έντονα από την αν-εικονική τέχνη των Αράβων. Και οι δύο δυναστείες  αρνούνταν το δικαίωμα των χριστιανών να έχουν και να τιμούν τις ιερές εικόνες. Η Θεοδώρα ακολούθησε τη δική της οικογενειακή παράδοση και ως αυτοκράτειρα, παρότι στην πράξη είχε έρθει σε ρήξη με το σύζυγό της Θεόφιλο. Η Ορθοδοξία δεν στηρίζεται αν δεν ακολουθείται η αυθεντική παράδοση της πίστης.
                Αναδείχτηκε στήριγμα της Ορθοδοξίας η αγία Θεοδώρα διότι αξιοποίησε την εξουσία της για να επιλύσει ειρηνικά το διχασμό που υπήρχε μεταξύ του λαού. Οι ιστορικοί σημειώνουν το πόσο γρήγορα λύθηκε ένα ζήτημα το οποίο ταλάνισε επί 130 και πλέον έτη την βυζαντινή κοινωνία χάρις στην αποφασιστικότητα της Θεοδώρας. Και συμφιλιώθηκαν τα πρόσωπα και ο λαός αποδέχτηκε τις αποφάσεις οι οποίες στηρίζονταν στην αυθνετική επιχειρηματολογία της Εκκλησίας. Η Θεοδώρα δεν ακολούθησε την λογική των μακρόχρονων συζητήσεων, ούτε μιας διπλωματικής προσέγγισης στο θέμα, αλλά αυτό που πίστευε ως αληθινό το εφάρμοσε.  Διχάζει ή συντηρεί τον διχασμό ό,τι δεν στηρίζεται στην αλήθεια. Ό,τι είναι αληθινό σύντομα ενώνει.
                Αναδείχτηκε στήριγμα της Ορθοδοξίας η αγία Θεοδώρα διότι στη ζωή της υπήρξε υπόδειγμα συνέπειας λόγων και έργων. Και αυτή η συνέπεια δεν είχε να κάνει μόνο με την πνευματική της ζωή και πορεία, αλλά είχε να κάνει και με τον τρόπο που άσκησε την διοίκηση ως αυτοκράτειρα. Όπως αναφέρουν και πάλι οι ιστορικοί όταν παραιτήθηκε από την θέση της αυτοκράτειρας υπέρ του υιού της άφησε ένα τεράστιο οικονομικό πλεόνασμα στα ταμεία της αυτοκρατορίας. Υπήρξε άριστη διαχειρίστρια των πολιτικών, θρησκευτικών και οικονομικών υποθέσεων του κράτους, δείχνοντας ότι ο άνθρωπος του Θεού δεν είναι μόνο ικανός στα πνευματικά, αλλά ανταποκρίνεται με γνώμονα τις αρχές και τις αρετές της πίστης σε όποια διακονία  κι αν έχει κληθεί  να προσφέρει. Γιατί δυσφημείται η Ορθοδοξία όταν ταγοί που έχουν κληθεί να διακονήσουν τους ανθρώπους και ισχυρίζονται ότι πιστεύουν δεν φέρονται σύμφωνα με τις αρχές της πίστης.
                Τήρηση της πνευματικής παράδοσης την οποία κληρονόμησε, αποφάσεις με γνώμονα την αλήθεια και με σκοπό την ενότητα και όχι μία υποκριτική διπλωματία, η οποία δεν οδηγεί πουθενά, αλλά διαιωνίζει τα προβλήματα, και εφαρμογή των αρχών της πίστης, με γνώμονα το συμφέρον των πολλών, σε κάθε έργο αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά εκείνα της Αυγούστας και Οσίας. Και είναι ένα μήνυμα σε όλους εμάς η παρουσία του ιερού σκηνώματος και η τιμή στο πρόσωπό της από την Εκκλησία ότι δεν έχουμε κληθεί να ζούμε μία στείρα πνευματικότητα, μακριά από την ιστορική πορεία του κόσμου, αλλά έχουμε κληθεί να ζούμε την χριστιανική πίστη εντός του κόσμου με αρχές και αξίες. Ότι κρινόμαστε οι χριστιανοί από τις επιλογές και τον τρόπο ζωής μας, όπου κι αν διακονούμε, είτε στην εργασία, είτε στην οικογένειά μας, είτε στον τρόπο που διαχειριζόμαστε τον εαυτό μας, πόσο μάλλον οι ταγοί της Εκκλησίας και της κοινωνίας, ιδίως εμείς οι κληρικοί. Ότι ο καθένας από εμάς αφήνει με τα έργα του να μπει το φως του, για να δοξάζεται ο Θεός.
                Ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία τα προσωπεία έχουν πέσει. Η μεγάλη κρίση έχει αναδείξει ξεκάθαρα  νέες και την ίδια στιγμή παλαιές προκλήσεις στο προσκήνιο για εμάς τους χριστιανούς. Ποια γνώση της παράδοσής μας έχουμε;  Παράδοση δεν είναι μόνο ό,τι παραλάβαμε ως έθιμο. Παράδοση είναι και ό,τι είναι δεμένο με την θεολογία της Εκκλησίας μας. Ό,τι ξεκαθαρίζει το ορθόδοξο ήθος από τις νοθεύσεις και τις παραχαράξεις. Και αυτές είναι κυρίως δύο.  
Ένας σύγχρονος μονοφυσιτισμός, που ζητά από την Εκκλησία να πιστεύει σε έναν Θεό πνευματικό, ο Οποίος κινείται στη λογική της αιωνιότητας και της μεταθανάτιας ζωής και όχι σε έναν Θεό που έχει προσλάβει σάρκα και οστά και γίνεται ο Άρτος της Ζωής που μεταμορφώνει κάθε πτυχή της πραγματικότητάς μας. Ζητά από την Εκκλησία να πιστεύει σε έναν Θεό φάντασμα της αιωνιότητας και όχι έναν Θεό που γεμίζει με όρεξη  για ζωή και δημιουργία την καθημερινότητά μας. Έναν Θεό που θα Τον συναντήσουμε όταν φύγουμε από αυτόν τον κόσμο και όχι έναν Θεό που είναι πανταχού παρών και μας θέλει υπεύθυνους για τον κόσμο, όχι μόνο για να προσφέρουμε την υλική τροφή στον κόσμο, αλλά για να του δείχνουμε πώς η ζωή του μπορεί να έχει νόημα και ελπίδα, πώς μπορεί να αγαπά και να μεταμορφώνει σώμα και ψυχή σε γνήσια κοινωνία με τον ουρανό και τη γη στο πρόσωπο του πλησίον.
Και ένας  πολιτισμός αν-  εικονικός ως προς την πίστη, αλλά γεμάτος εικόνες ως προς την βιοτή. Μόνο που σ’ αυτές δεν περιλαμβάνεται η εικόνα του Θεού που αγαπά, αλλά η φαντασίωση ενός Θεού που θέλει με το ζόρι τους πάντες να Τον ακολουθούν, θέλει την Εκκλησία να γίνεται δεκανίκι του κράτους, ακόμη κι αν το κράτος δεν τη θέλει, για να διασώσει δήθεν η Εκκλησία προνόμια, έχοντας γίνει «άλας άναλον».  
                Η κρίση σήμερα έχει δείξει ότι δεν έχει νόημα μία στείρα και φοβική διπλωματία, που δεν θα λύνει προβλήματα, αλλά θα κρύβει την αλήθεια. Θέλει τόλμη και γενναιότητα υπερβάσεων και την ίδια στιγμή διάθεση για ενότητα και όχι διχασμούς. Και ο διχασμός επέρχεται όταν απουσιάζει η αλήθεια από την σκέψη και τη δράση και τη ζωή μας. Όταν κρυβόμαστε πίσω από τα προβλήματα και ο λόγος μας δεν είναι ρομφαία δίστομος. Όταν δεν γνωρίζουμε τι θέλουμε ούτε από το Θεό ούτε από τους ανθρώπους. Όταν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στις δωρεές του Θεού, στη χάρη του Πνεύματος, στα χαρίσματα που μας δόθηκαν, στην ακρίβεια της πίστης μας και φοβόμαστε μήπως χάσουμε την βόλεψή μας. 
Καιρός για αλήθειες από την μεριά της Εκκλησίας. Τόσο για τον τρόπο της ζωής της κοινωνίας μας, που δεν μπορεί να ζει χωρίς γνήσια και ολοκληρωμένη παιδεία, χωρίς αρετή, χωρίς ήθος συλλογικό, δεν μπορεί να ζει παραδομένη σε συμφεροντολογία και κολακείες. Όσο και για την παρουσία της Εκκλησίας σε αυτήν την κοινωνία. Η Εκκλησία άλλαξε τον κόσμο γιατί επέμεινε στην ταυτότητά της. Και η Εκκλησία εκκοσμικεύθηκε όταν άλλαξε την ταυτότητά της για να ευχαριστήσει τους πολλούς.
                Η κρίση σήμερα έχει γεννήσει την ανάγκη για αυθεντικούς ηγέτες. Για επισκόπους, για ιερείς, για λαϊκούς που γνωρίζουν ότι κρίνονται από την κοινωνία για τα έργα και τη ζωή τους, για το αν αυτά που διδάσκουν τα εφαρμόζουν. Για το αν είναι κοντά στον πλησίον, όχι μόνο για τα υλικά, αλλά πρωτίστως για τα πνευματικά.  Για το αν γίνονται φως, για το αν δίνουν φως στους άλλους. Με την προσευχή, αλλά και τη γνώση. Με το λόγο αλλά και τη σιωπή. Με την εργατικότητα αλλά και την ταπείνωση. Με τα λίγα αλλά και με τα πολλά. Γίνονται τα χαρίσματά μας αρετές που διακονούν τον πλησίον; Αισθανόμαστε την ευθύνη όχι μόνο της σωτηρίας των ψυχών των ανθρώπων αλλά και της αφύπνισής τους για να εργαστούν για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο, που δεν μπορεί να μείνει μόνο στο χρήμα;  Γιατί αν η Εκκλησία αφυπνιστεί και αφυπνίσει, τότε ο πήχυς θα μπει ψηλότερα για όλους. Για πιστούς και άθεους.
                Η αγία Θεοδώρα η Αυγούστα μας καλεί σε εγρήγορση, σε νήψη. Ατενίζοντάς την, ας ξαναδούμε τι θέλει η Ορθοδοξία από τον καθέναν μας, όχι για να στηριχτεί, διότι έχει το Θεό και τους αγίους της για κάτι τέτοιο, αλλά για να μας βοηθήσει να στηριχτούμε. Να προσλάβουμε τα παραδείγματα των μεγάλων μορφών της και να ξαναβρούμε την αληθινή μας θέση σε μία κοινωνία που περιθωριοποιεί όχι μόνο την σωτηρία, αλλά τελικά και την ίδια την αξία μιας ζωής που θα έχει αληθινή χαρά, καθώς βαδίζει στις συντεταγμένες ενός άθεου και την ίδια στιγμή προσανατολισμένου στις ματαιότητες  πολιτισμού, στον οποίο όμως κληθήκαμε και καλούμαστε να δώσουμε την μαρτυρία μας. Καιρός του λαλείν.

Κέρκυρα, 11 Φεβρουαρίου 2015