3/24/15

ΧΑΡΙΣ ΚΑΙ ΥΠΑΚΟΗ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ

 Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε οι άνθρωποι είναι η αδυναμία μας να ξεπεράσουμε την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Εμπιστευόμαστε τα κατορθώματά μας, τα χαρίσματά μας, τις δυνατότητές μας, πιστεύουμε ότι έχουμε απαντήσεις για όλα τα θέματα. Ο πειρασμός γίνεται μεγαλύτερος όταν βλέπουμε ότι καταφέρνουμε, χάρις στον κόπο μας, να ανεβαίνουμε ψηλά. Την ίδια στιγμή αυτός ο πειρασμός λειτουργεί και αντίστροφα. Μας κάνει να απογοητευόμαστε εύκολα όταν δεν καταφέρνουμε να φτάσουμε αυτό για το οποίο πιστεύουμε ότι είμαστε προορισμένοι. Ένα υπερβολικό άγχος χαρακτηρίζει τις προσπάθειές μας. Η απόγνωση για την αποτυχία μας. Η αδυναμία να συγχωρέσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό γιατί δεν καταφέρνει την τελειότητα.
                Η Εκκλησία μάς προβάλλει ως παράδειγμα υπέρβασης αυτής της δυσκολίας, αυτού του πειρασμού, την Υπεραγία Θεοτόκο. Μία κοπέλα η οποία μεγαλώνει στα Άγια των Αγίων και λαμβάνει ως τροφή δωρεές από τον ουρανό διά του Αγγέλου, όπως μας αναφέρει  η παράδοσή μας. Μία κοπέλα η οποία ζει εν προσευχή και την ίδια στιγμή λαμβάνει και την πνευματική τροφή του λόγου του Θεού, της θρησκευτικότητας και των τελετών της πίστης του Ιουδαϊσμού. Ζει την ομορφιά και τη χάρη της κοινωνίας με τον Θεό. Και ξαφνικά αυτή η μακαρία κατάσταση διακόπτεται. Έρχεται το πέρασμα από το κορίτσι στη γυναίκα και ο ναός δεν μπορεί να την φιλοξενήσει άλλο. Η κοπέλα που δεν ήξερε να κάνει κάτι αλλιώτικο από το να δοξάζει το Θεό και να χαίρεται την κοινωνία με την πίστη και την παράδοση του λαού και της θρησκείας στην οποία μεγαλώνει, καλείται να φύγει από τον τόπο και να αλλάξει τρόπο. Καλείται να μνηστευθεί. Να αναλάβει δηλαδή το βάρος μιας οικογένειας, όχι της θεϊκής, αλλά της ανθρώπινης. Να πάψει να έχει ως έγνοια της να αγαπά και να αρέσει στο Θεό και να μεριμνά για υποθέσεις πεζές, βιοτικές, ανθρώπινες. Να μην είναι η κοινωνία της με το Θεό στα Άγια των Αγίων η ζωή της, αλλά να προσεύχεται για να παραμείνει η σχέση με το Θεό ένα κομμάτι από τη ζωή της. Πριν συντροφιά της ο Αρχιερέας του ενιαυτού, οι ιερείς, οι κοπέλες που διακονούν το ναό, ο Άγγελος που την τρέφει, η βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού, μία κοινωνία με τον ουρανό. Ξαφνικά, στερείται ό,τι αγαπά και προσγειώνεται στα της γης. Κοντά σε έναν ξένον ουσιαστικά άνθρωπο, που έχει τη δική του οικογένεια και τα παιδιά από προηγούμενο γάμο, αγόρια και κορίτσια, να πάψει να βιώνει την ελευθερία της κοινωνίας με τον Θεό και να γίνει ξαφνικά μάνα παιδιών που δεν είναι δικά της, μνηστή ενός άνδρα που δεν έχει γνωρίσει και αγαπήσει, χωρίς ίσως να ερωτηθεί αν ήθελε έναν τέτοιο δρόμο.
                Φανταζόμαστε την δύναμη του πειρασμού για την   Υπεραγία  Θεοτόκο.  Δεν είναι μόνο ο τόπος που πρέπει να αλλάξει, αλλά και ο τρόπος. Ματαίωση της κλήσης και της ζωής που τη γέμισε χαρά και νόημα. Κι όμως, δεν νικιέται από τον πειρασμό. Μέσα της πρυτανεύει η υπακοή στο θέλημα του Θεού. Στο βάθος της καρδιάς της γνωρίζει καλώς ότι ο Θεός την διάλεξε για να ζήσει τα χρόνια του ναού, ο Θεός επιτρέπει να ζήσει και εκτός ναού. Ο Θεός τής έδωσε την τροφή της κοινωνίας μαζί Του, ο Θεός την εμπιστεύεται στην φύλαξη ενός σώφρονος και δικαίου ανθρώπου, που όμως έχει άλλες προτεραιότητες. Πριν ο νόμος του Ιουδαϊσμού τής δίδει χαρά και κοινωνία με το Θεό. Τώρα ο ίδιος ο νόμος φανερώνει το ανολοκλήρωτο  για το πρόσωπό της. Πρέπει να επιστρέψει στη γη και στην καθημερινότητα, στη μοίρα κάθε γυναίκας. Κι όμως, εκείνη θα παραμείνει πιστή στον τρόπο του Θεού. Ακόμη κι αν δεν περιμένει ό,τι της συμβεί, η καρδιά της δεν αλλάζει στάση ζωής. Πρώτα ο Θεός.
                Κι όταν έρχεται ο Αρχάγγελος να την επισκεφθεί και να ευαγγελιστεί την ενσάρκωση του Θεού στην ύπαρξή της, τότε φανερώνεται αυτή η υπακοή σε όλες της τις διαστάσεις. Νικά τον λογισμό της αμφιβολίας για το πώς της ενανθρώπησης. Νικά τον λογισμό του φόβου για την απόρριψη από τον μνήστορά της και την κοινωνία. Νικά τον λογισμό της σχετικότητας που είναι βέβαιο ότι πλημμύρισε την ύπαρξή της: πώς είναι δυνατόν μία κοπέλα που ξέρει μεν να αγαπά τον Θεό, που κοινωνεί με τον Θεό, να γίνει ένα με τον Θεό όχι πρόσκαιρα και εξωτερικά, αλλά εντός της. Το μέγεθος ασύλληπτο. Το μυστήριο αδιανόητο. Η κλήση ξεπερνά κάθε προσδοκία και κάθε ελπίδα. Από την κρυφή προσευχή να παραμείνει στον τρόπο που έμαθε προχωρά στη βεβαιότητα να ξεκινήσει γι’ αυτήν ένας τρόπος που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι είναι δυνατός: ο αχώρητος παντί χωρείται εν τη γαστρί της. Ο καθένας στη θέση της ή θα λύγιζε ή θα υπερηφανευόταν. Αυτή όμως ταπεινά αναφωνεί: «ιδού η δούλη Κυρίου. γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»  (Λουκ. 2, 38).
                Τι είναι αυτό που βοηθά την Υπεραγία Θεοτόκο να κρατήσει τον τρόπο που έμαθε στη ζωή της, αυτόν της υπακοής; Είναι το «εύρες χάριν παρά τω Θεώ» (Λουκ. 2, 30), του Αγγέλου. Ο Θεός σού έδωσε τη χάρη Του. Είναι αδύνατον, ακόμη και για εκείνον που αγαπά τον Θεό μέχρι τα μύχια της ύπαρξής του, να αντέξει τον πειρασμό, τον σταυρό, το μέγεθος του γεγονότος της κατοίκησης του Χριστού στα σπλάχνα του.  Εκεί έρχεται η χάρις του Θεού. Αυτή προσθέτει δύναμη και πόθο σε όποιον διαλέγει την υπακοή στην αγάπη και το θέλημα του Θεού. Και αυτό δεν έγινε μόνο στην Παναγία, αλλά γίνεται καθημερινά στον καθέναν από εμάς, ο οποίος καλείται να μιμηθεί την Υπεραγία Θεοτόκο και να δεχτεί στα σπλάχνα της ύπαρξής του τον Χριστό. Στο μυστήριο της Ευχαριστίας. Στο μυστήριο της αγάπης. Στο μυστήριο της συνάντησης στην Εκκλησία. Στο μυστήριο της ελπίδας ότι μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανό τον τρόπο της κοινωνίας και της θέωσης, ακόμη κι αν ο τόπος είναι ο κόσμος, η οικογένεια, οι μέριμνες, οι αγωνίες, οι σταυροί και οι πειρασμοί. Αρκεί να ζητούμε τη χάρη του Θεού και να κάνουμε τον δικό μας μικρό αγώνα, να κρατηθεί ο τρόπος εντός μας. Αρκεί να εκζητούμε την υπακοή στο θείο θέλημα ως κίνηση απόλυτης εμπιστοσύνης. Και να μην απελπιζόμαστε με τις όποιες αλλαγές της ζωής μας, ακόμη κι αν αυτές φαινομενικά κρύβουν το Θεό. Ο τρόπος υπάρχει στον αγώνα. Κι ο κόσμος μπορεί σήμερα να μας απελπίζει, να μας χωρίζει από τον Θεό, αλλά Εκείνος υπάρχει μυστικά σε κάθε διακονία μας, σε κάθε αποστολή μας, αρκεί να μην Τον λησμονούμε. Δεν είναι η τελειότητά μας ούτε η αδυναμία μας που Τον κρατά ή τον απομακρύνει. Είναι η δική Του αγάπη, είναι η δική Του   χάρις που άλλοτε φανερώνεται και άλλοτε φαίνεται να κρύβεται, στην ουσία όμως είναι πάντοτε παρούσα σ’ αυτούς που Τον ζητούν.
Χάρις και υπακοή, το μυστήριο του Ευαγγελισμού. Το μυστήριο της σωτηρίας.  Το μυστήριο της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Αυτό που, κεκρυμμένον φαινομενικά, αποκαλύπτεται και αγιάζει. Θα το ζητήσουμε άραγε και θα το ζήσουμε στην Εκκλησία;

Κέρκυρα, 25 Μαρτίου 2015