10/25/15

ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ


                Ένα από τα ζητήματα τα οποία εξακολουθούν να απασχολούν τη θεολογία της Εκκλησίας είναι η φαινομενική αντίθεση μεταξύ πατριωτισμού και οικουμενικότητας. Η Εκκλησία βεβαίως,  ενώ ακολουθεί τη φράση «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14), δε λησμονεί ότι η σωτηρία μας ξεκινά από την πόλη, την κοινωνία, το κράτος του παρόντος. Και ουδείς χριστιανός μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη για κοινωνική μαρτυρία, σύμφωνη με το ήθος της πίστης, στην ιστορία. Αλλιώς η μόνη προοπτική των χριστιανών θα έπρεπε να είναι ένας αναχωρητισμός εκ της ιστορίας και της ζωής. Όμως βλέπουμε ότι η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι οργανωμένη κυρίως ενοριακά, δηλαδή με βάση κοινότητες ανθρώπων οι οποίοι συναντιούνται στη θεία Ευχαριστία και απαρτίζουν το σώμα του Χριστού, ζώντας στην καθημερινότητα του κόσμου. Η Εκκλησία αρνείται την ταύτιση με τον κόσμο, όχι όμως τη διακονία της σ’ αυτόν. Αρνείται να θεωρήσει την πατρίδα ως το παν, χωρίς όμως να αδιαφορεί γι’ αυτήν.
Σήμερα ζούμε από την μία έναν πολιτισμό παγκοσμιοποιημένο, όχι όμως οικουμενικό, και από την άλλη ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τον πατριωτισμό, χωρίς όμως σαφή επίγνωση του τι αληθινά εκφράζει η πατρίδα. Καυχιόμαστε ότι είμαστε Έλληνες, στην πράξη όμως έχουμε ταυτίσει την πατρίδα με το κράτος και γι’ αυτό ολοένα και περισσότερο αρνούμαστε να αγαπήσουμε το ιστορικό νυν, να το διακονήσουμε σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες της παράδοσής μας, ενώ στην καθημερινότητά μας ζούμε παγκοσμιοποιημένα. Ενδυμασία, κατοικία, ο τρόπος που γεμίζουμε τον χρόνο μας, ο πολιτισμός της πληροφορίας και της εικόνας, ενίοτε και των στόχων δύσκολα συναντιούνται με τον πατριωτισμό.  
Φορείς της αντιφατικότητας οι νέοι. Περιορίζουν  ουσιαστικά τον πατριωτισμό είτε σε μία απέχθεια προς τους ξένους και κυρίως προς όσους είναι μετανάστες και αλλόθρησκοι, είτε σε έναν υπερτονισμό του ιστορικού παρελθόντος που μεταφράζεται σε οργή για το παρόν. Μένουν μόνο οι γιορτές, οι παρελάσεις και οι  αθλητικοί αγώνες, όταν πρωταγωνιστεί η όποια εθνική Ελλάδος, για να «ενωθούμε ελληνικά».
Η Εκκλησία μπορεί  να  δείξει στους νέους ότι ο γνήσιος πατριωτισμός έχει να κάνει με την έγνοια για το σύνολο.  Με την δίψα για ελευθερία από πάθη και μίση. Με τη γνώση   της σοφίας και των λαθών του παρελθόντος. Με την επίγνωση της διαφορετικότητας, όχι όμως ως  επιθετικότητας. Με την αναζήτηση των  βιωμάτων ζωής, που μας κάνουν να ξέρουμε ποιοι είμαστε και τι αξίζουμε, για να μπορέσουμε να καταθέσουμε τέτοια μαρτυρία στον κόσμο. Αγαπώ την πατρίδα μου δε σημαίνει ότι περιφρονώ τις πατρίδες των άλλων. Δεν την  ταυτίζω με τις αστοχίες και τις παραλείψεις του κράτους. Αγωνίζομαι να προστατέψω την ελευθερία μου, όχι μισώντας, αλλά δίνοντας.
 Η οικουμενική  διάσταση της Εκκλησίας προφυλάσσει από στείρους εθνικισμούς, αλλά και από την εγκατάλειψη στην απουσία νοήματος αιωνιότητας που χαρακτηρίζει τον παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό. Οι ενοριακές κοινότητες, η θεία λειτουργία, οι κατηχητικές συνάξεις, η εκμάθηση της γλώσσας και της ιστορίας μας μπορούν να γεννήσουν ήθος στους νέους.  Η Εκκλησία καλείται να κρατήσει ζωντανή τη σύζευξη του ιστορικού με τον εσχατολογικό χρόνο, προσφέροντας τελικά στους νέους τον πατριωτισμό της ελευθερίας, της ταυτότητας, της έγνοιας για τους πολλούς. 

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια
7 Οκτωβρίου 2015)