1/16/16

ΚΑΛΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΝ ΕΧΟΜΕΝ

Οι άνθρωποι έχουμε εντός μας τη φωνή της συνείδησης. Είναι ο κώδικας αξιών που ελέγχει τις πράξεις μας, μας κάνει να γνωρίζουμε αν αυτό που σκεφτόμαστε ή θέλουμε να πράξουμε είναι καλό ή κακό, μας αφήνει να είμαστε ήσυχοι ή μας αναταράζει για τη ζωή μας. Η συνείδηση κατά την πίστη μας είναι η φωνή του Θεού, είναι ο κώδικας του Ευαγγελίου και των πνευματικών αξιών που μας κάνει να βλέπουμε το θέλημα του Θεού και να πορευόμαστε στη ζωή μας σύμφωνα μ’  αυτό ή όχι. Για την επιστήμη είναι ο χώρος της σύγκρουσης ανάμεσα στο τι δέον γενέσθαι από εμάς , στο τι θέλουμε να κάνουμε και στο τι κάνουμε. Αυτός ο χώρος διαμορφώνεται ανάλογα με την κληρονομικότητα, την οικογένεια, το περιβάλλον, τις προσωπικές επιλογές. Η θρησκευτικότητα είναι ένας παράγοντας, όχι όμως ο μόνος ή ο κύριος.
         Η έννοια της συνείδησης συνδέεται όμως και με τη γενικότερη πορεία της ζωής μας. Δεν έχει να κάνει μόνο με σκέψεις ή πράξεις. Όταν ο άνθρωπος αναλαμβάνει ένα μεγάλο και σπουδαίο έργο τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους, όταν η ζωή του προχωρά και βλέπει την εξέλιξή της αισθάνεται την ανάγκη να διαπιστώσει και να εκτιμήσει κατά πόσον ο δρόμος και ο τρόπος που ακολούθησε τον ωφέλησαν. Πόσο εργάστηκε για την εκπλήρωση του στόχου του. Αν έλειψε κάτι από τη δική του προσπάθεια, αν επέδειξε προθυμία ή ραθυμία, αν ο ίδιος ο στόχος του τελικά ήταν αυτός που έπρεπε να έχει, αν έκανε τις απαραίτητες προσαρμογές και επέδειξε την ευελιξία που χρειαζόταν, αν συμβιβάστηκε αναιρώντας τις αρχές του, αν έδειξε τη σταθερότητα, την αποφασιστικότητα, την αφιέρωση που απαιτούνταν προκειμένου να πετύχει. Είναι μεγάλη υπόθεση ο απολογισμός της ζωής ή μιας προσπάθειας. Την ίδια στιγμή φανερώνει επίγνωση, πνεύμα αυτοκριτικής, αλλά και μπορεί να επιφέρει γαλήνη και ηρεμία στη συνείδηση.
         Ο Απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Εβραίους, επισημαίνει ότι ως πνευματικός ηγέτης πίστεψε ότι έχει «καλήν συνείδησιν, εν πάσι καλώς θέλων αναστρέφεσθαι» (Εβρ. 13, 18). Ήταν βέβαιος ότι είχε καθαρή τη συνείδησή του, αφού σε κάθε περίπτωση ήθελε να συμπεριφέρεται όπως πρέπει. Είναι μεγάλη φράση από έναν άνθρωπο που ομολογεί ότι παρόλα όσα έκανε στη ζωή του, είναι ο πρώτος των αμαρτωλών (Α’ Τιμ. 1, 15). Και δεν ταπεινολογεί. Το πιστεύει, διότι δε συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους ανθρώπους, όπως εσφαλμένα πράττουμε εμείς, αλλά τον συγκρίνει με τον λόγο του Θεού, με τη χάρη που ο Χριστός του είχε προσφέρει και αισθανόταν πως ό,τι κι αν έκανε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο απόλυτο της ευλογίας του Θεού. Όμως δεν παύει να διαπιστώνει ότι έχει τη συνείδησή του καθαρή.
        Αυτό γίνεται πρώτον διότι παρέμεινε πιστός στην αγάπη του Θεού, όπως αυτή του δόθηκε κατά την κλήση του από τον Χριστό, στην πορεία προς τη Δαμασκό. Ουδέποτε άφησε στην άκρη αυτή την αγάπη. Παρά τους πειρασμούς, ο μέγιστος των οποίων είναι πάντοτε η αίσθηση ότι το έργο που κάνει ένας άνθρωπος τον δοξάζει και όχι η δόξα που του προσφέρει ο Θεός για ό,τι κάνει, η εγωκεντρική πληρότητα  που παγιδεύει τον άνθρωπο σε μία υπερηφάνεια ορατή ή αδιόρατη και τον κάνει να μην συνειδητοποιεί ότι τα πάντα είναι ο Χριστός και χάρις στην παρουσία του Χριστού καταφέρνει ό,τι καταφέρνει. Μπορεί να δοξάσθηκε από τους ανθρώπους, μπορεί να τους πρόσφερε τον εαυτό του και τα πάντα, αλλά όλα έγιναν εν ονόματι του Χριστού και την ίδια στιγμή χάρις στην βοήθεια του Κυρίου. Ο Παύλος παραμένει λοιπόν πιστός στην αγάπη αυτή και στην αίσθηση της ταπεινώσεως, η οποία συνοδεύει την ανταπόκρισή του. Δεν υποκαθιστά τον Χριστό με τον εαυτό του, αλλά αγαπώντας τον Χριστό, Τον διακονεί με όλη του την ύπαρξη. Δια της προσευχής, δια των περιοδειών, δια των κόπων και των βασάνων, δια της γραφίδος, δια του μαρτυρίου και του θανάτου.
         Είναι καθαρή η συνείδησή του, διότι, καθώς περνά ο χρόνος, διαπιστώνει πως η αποστολή του ήταν αυτή που του έδωσε χαρά και πληρότητα.  Δεν ήταν ένας ψεύτικος στόχος ή κάτι μάταιο ο αγώνας για τον ευαγγελισμό των ανθρώπων. Δεν ήταν κάτι που θα σταματούσε στον θάνατο, αλλά ήταν και είναι ένας δρόμος και ένας τρόπος ανάστασης. Η αποστολή του πέρασε μέσα από την Εκκλησία. Δεν ήταν ένα ατομικό γεγονός, αλλά μία πορεία συνάντησης του πλησίον, απανταχού της γης. Με τον λόγο και το παράδειγμά του βοήθησε να νοηματοδοτηθεί η ζωή πολλών ανθρώπων, να ιδρυθούν εκκλησιαστικές κοινότητες και την ίδια στιγμή να στερεωθεί στην Αλήθεια που είναι ο Χριστός ο καθένας που ένιωσε την πίεση της αμφιβολίας,  της λογικοκρατίας, της προτέρας ζωής του να τον αναταράσσουν. Κι εδώ έγκειται το νόημα και η πληρότητα της ζωής. Να μπορεί ο καθένας να αισθάνεται ότι όχι μόνο έζησε για τον άλλο, αλλά του προσέφερε την περίσσεια της ζωής, την οποία δίδει ο Χριστός σε όσους Τον ακολουθούνε.
          Είναι καθαρή η συνείδηση του διότι καθώς βλέπει να έρχεται το τέλος της, διαπιστώνει ότι προσπάθησε να συμπεριφερθεί όπως πρέπει. Αυτό σημαίνει ότι υπήρξε αληθινός. Δεν κολάκευσε. Δεν έκρυψε τα κριτήρια που γεννούν την ελπίδα, αλλά ούτε και υπήρξε μονολιθικός έναντι των ανθρώπων. Αλήθεια σημαίνει διάκριση. Διάκριση σημαίνει αγάπη, η οποία δεν κρύβει το νόημα της ζωής και τι θέλει ο Θεός κάθε στιγμή και σε κάθε περίσταση, αλλά και σε κάθε πράξη και σκέψη μας, χωρίς όμως εξουθένωση του άλλου. Ο αληθινός άνθρωπος ξέρει να συμπεριφέρεται όπως πρέπει. Να φανερώνει την αλήθεια, αλλά και να παρηγορεί για την αδυναμία. Να κρατιέται όρθιος και να στηρίζει τους αδελφούς του, αλλά την ίδια στιγμή να μην αφίσταται της αλήθειας, όσο ενοχλητική κι αν είναι αυτή. Να είναι ηγέτης, αλλά και μακρόθυμος. Να μην λειτουργεί εξουσιαστικά, αλλά και  να μην φοβάται να δώσει μαρτυρία.        
            Πόση αξία έχουν οι λόγοι αυτοί σε μία εποχή στην οποία η συνείδησή μας είναι πωρωμένη από την εκκοσμικευμένη αντίληψη ότι δε χρειάζεται να ακολουθούμε τις εντολές του Θεού, αλλά τα ανθρώπινα μέτρα και πρότυπα; Όταν, ελαφρά τη καρδία, διακηρύττουμε ελευθερία και δικαιώματα από δήθεν πνευματικές καταπιέσεις, αγνοώντας ότι, όσο κι αν θέλουμε να φιμώσουμε τη συνείδησή μας, αυτή θα έχει ένα ίχνος Θεού πάντοτε εντός της και θα μας υπενθυμίζει την παρουσία Του; Σε μία εποχή όπου για όλα φταίνε οι άλλοι; Όπου θεός είναι ο εαυτός μας και κάθε τι που κάνουμε είναι η σφραγίδα και η δόξα μας; Όπου κολακεύουμε και ωραιοποιούμε τη ζωή και τις σχέσεις μας, για να μη μείνουμε μόνοι ή για να γίνουμε αποδεκτοί με ψεύτικα κριτήρια; Όπου βλέπουμε το τώρα και όχι το διαρκές, χωρίς να αισθανόμαστε ότι έχουμε μία αποστολή που ξεπερνά τα όρια της πρόσκαιρης επιτυχίας και γίνεται συνάντηση με Θεό και συνάνθρωπο στα πλαίσια της Εκκλησίας, με στόχο την αιωνιότητα;
         Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις. Χρειάζεται ξεκαθάρισμα του εσωτερικού μας κόσμου. Με Ποιον θα πάμε και τι θα αφήσουμε. Χρειάζεται αποταγή από το φρόνημα της κρίσης των πάντων με βάση το εγώ. Για να είναι η συνείδησή μας καθαρή, όχι μόνο σε ό,τι αφορά αμαρτίες και καθημερινότητα, αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά στον ευρύτερο προσανατολισμό της ζωής, που δεν μπορεί παρά να είναι ο πνευματικός, η σχέση με τον Χριστό ως προτεραιότητα και όχι η υποκατάστασή Του από τον εαυτό μας. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται ασκητικότητα. Ανάλογη μ’ αυτήν που επέδειξαν, εκτός του Παύλου, μορφές ησυχαστικές και πνευματικές, όπως οι άγιοι Αντώνιος, Αθανάσιος, Κύριλλος, Μακάριος, Ευθύμιος, τους οποίους η Εκκλησία μας προβάλλει και αποδέχεται ως τους πνευματικούς μας ηγέτες, τους οδοδείκτες της αιωνιότητας. Ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με επίγνωση ότι η συνείδησή μας υπάρχει. Ας ακούμε τη φωνή της και ας μετανοούμε για να αρχίζουμε και πάλι από την αρχή, σε ό,τι νιώθουμε ότι υστερούμε και την ίδια στιγμή ας είμαστε αληθινοί σε ό,τι κάνουμε και με όποιον σχετιζόμαστε. Και η πίστη θα συνδράμει ώστε να βρούμε βηματισμό, εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι.

Κέρκυρα, 17 Ιανουαρίου 2016