8/14/16

ΕΚΕΝΩΣΕΝ ΕΑΥΤΗΝ, ΕΚΕΝΩΣΑΝ ΕΑΥΤΟΥΣ

      Μυστήριο μέγα ο θάνατος. Αδιανόητο και ακατανόητο. Ακόμη κι αν ξέρουμε ότι θα μας συμβεί, καθώς ο χρόνος πορεύεται αδυσώπητος, εντούτοις μέσα μας πάντοτε υπάρχει η ελπίδα της ζωής. Πάντως μοιάζουν ο θάνατος και η ζωή σε ένα χαρακτηριστικό που δεν το προσέχουμε:  την κένωση, το άδειασμα, την έξοδο. Η ζωή δεν έχει να κάνει μόνο με τον μηχανισμό της επιβίωσης. Θα ήμασταν όντα κλεισμένα στον εαυτό μας τότε, χωρίς επίγνωση της διαφορετικότητάς μας, χωρίς συνείδηση του ποιοι είμαστε. Γιατί η ζωή έχει νόημα μόνο εν σχέσει:  με τον άλλο, με τον κόσμο, με τον Θεό. Και για να υπάρξει σχέσει προϋποτίθεται η έξοδος από το εγώ. Το μοίρασμα. Το άνοιγμα της ύπαρξης. Και όσο αδειάζουμε από το εγώ μας, τόσο η ζωή έχει περισσότερο νόημα. Είναι όπως ο καλλιτέχνης. Όταν δημιουργεί, εξέρχεται. Παίρνει την ιδέα του, το νόημά της, της δίνει υπόσταση, την κάνει ενέργεια. Το αποτέλεσμα της ενέργειας είναι δικό του, αλλά και γίνεται κτήμα των άλλων, που σημαίνει ότι έχει σχέση μαζί τους. Το βλέπουν. Το ακούνε. Το αφήνουν να μιλήσει στην καρδιά τους. Το αποδέχονται ή το απορρίπτουν ή αδιαφορούν γι’  αυτό. Πάντως υπάρχει κοινωνία και μ’  αυτό και με τον δημιουργό. Ακόμη κι αν εκείνος ως ύπαρξη παραμένει άγνωστος στις λεπτομέρειες της ζωής, εντούτοις το έργο του, το ενέργημά του τον καθιστά, έστω και κατ’  ολίγον, γνωστό.  Το παράδοξο και το ωραίο συνάμα είναι ότι κάποτε η αρχική ιδέα που έγινε ενέργεια, δια της κενώσεως, αποκτά νέο περιεχόμενο, ίσως και διαφορετικό από αυτό που ήθελε να πει ή να παρουσιάσει ο δημιουργός, ο ενεργών. Είναι η ομορφιά της σχέσης. Ό,τι δίνεις σε ξεπερνά. Αλλά και ο δημιουργός αλλάζει μέσα από τη σχέση. Γιατί λαμβάνει υπόψιν του τι ζητά το κοινό του, όπως επίσης και το τι θέλει ο ίδιος να περάσει. Εξελίσσεται. Δε μένει στατικός. Χαίρεται ή απογοητεύεται. Διορθώνει, τροποποιεί ή συνεχίζει. Αλλά δεν παύει να εκφράζεται.
         Και ο θάνατος είναι κένωση. Μόνο που είναι οριστική. Μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα ο άνθρωπος παύει να ενεργεί. Ο νους σταματά να λειτουργεί. Οι αισθήσεις νεκρώνουν. Τα πάντα σταματούν οριστικά.  Και η κένωση είναι οριστική τουλάχιστον από τον χρόνο και τον τρόπο που γνωρίζουμε. Όπου φτάσαμε. Όσα ζήσαμε. Τα πάντα γίνονται παρελθόν. Το πρόσωπο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο, αλλά επιστρέφει στο «μη είναι». Γι’  αυτό και οι άνθρωποι θρηνούμε τον θάνατο. Διότι μας στερεί την δυνατότητα της κοινωνίας με αυτούς που αγαπούμε. Και φοβόμαστε και τη δική μας κένωση. Φοβόμαστε το μηδέν. Φοβόμαστε την απουσία σχέσης. Την ανυπαρξία.
        Η πίστη έρχεται να μας δώσει μία άλλη θέαση του θανάτου. Αυτήν της ζωηφόρου κενώσεως. Δεν είναι το τέρμα της ζωής ο θάνατος, αλλά το πέρασμα σε μιαν άλλη. Το Πάσχα στην αιωνιότητα. Και σ’  αυτήν η κένωση συνεχίζεται. Αυτό σπουδάζουμε στα πρόσωπα της Παναγίας και των Αγίων μας. Φεύγουν από αυτόν τον κόσμο, αλλά δε παύουν να αγαπούνε αυτόν τον κόσμο. Μεσιτεύουν για μας στον Θεό. Θαυματουργούν για χάρη μας, που σημαίνει ότι και κρατούν ακέραιη τη σχέση μαζί μας και συνεχίζουν δια της αγάπης να ενεργούν τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον κόσμο. Κύρια αποστολή τους εξακολουθεί να είναι και από το επέκεινα το να λυτρώσουν εκ θανάτου τας ψυχάς ημών. Μας αγαπούνε και παρακαλούν. Εμφανίζονται, διορθώνουν, διδάσκουν, θεραπεύουν,  καθιστώντας τον θάνατο ζωή. Δε χρειάζεται να εξελιχθούν οι ίδιοι ως δημιουργοί και ενεργούντα πρόσωπα. Έχουν τελειωθεί στο φως και την αγάπη του Θεού. Όμως αφήνουν αποτυπώματα της αγάπης τους προς όλους εμάς. Εν Αγίω Πνεύματι, χωρίς να παύουν να ζούνε την μακαριότητα της κοινωνίας με τον Θεό, κάνουν ταυτόχρονα, μέγα το μυστήριο,  έξοδο από αυτήν για να μας δείξουν ότι μπορούμε κι εμείς. Αρκεί να πιστεύουμε. Να εμπιστευόμαστε δηλαδή, όπως η Υπεραγία Θεοτόκος και όλοι τους, τον Θεό ως Πρόσωπο. Το θέλημά Του. να μην απογοητευόμαστε από τους σταυρούς της ζωής. Από τα πάθη και τα λάθη μας. Από την εγκατάλειψη των ανθρώπων. Από την αίσθηση της ματαιότητας. Και όντας μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας και της ζωής της, να τους συναντούμε στην θεία λειτουργία, στην τήρηση των εντολών, στην αγάπη, την ταπείνωση, όχι ηθικολογικά ή χαρακτηρολογικά, αλλά ως εμφανή απεικάσματα της παράδοσής μας σ’ Αυτόν που πρώτος «εκένωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2, 7-8). «Τα απαρνήθηκε όλα, αδειάζοντας από τον εαυτό του, έγινε δούλος, προσέλαβε το σχήμα του ανθρώπου και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού».  
          Γι’  αυτό και εορτάζουμε στην Εκκλησία όχι τόσο ή όχι μόνο τη γέννηση της Παναγίας και των Αγίων, αλλά, κυρίως, την κοίμησή τους.  Γιατί είναι η απόδειξη ότι ακόμη κι αν το σώμα νεκρούται, η ψυχή εξοδιάζει, ο άνθρωπος δεν παύει να υφίσταται. Τίποτε δεν είναι παρελθόν, αλλά τα πάντα γίνονται παρόν και αιωνιότητα. Η ύπαρξή μας είναι δώρο του Θεού. Εκείνος μας έφερε «εκ του μη όντος εις το είναι». Και μας δώρισε το «αεί είναι» ως σημείο της αγάπης και της κλήσης ελεύθερα να την αποδεχθούμε. Αν πούμε ελεύθερα το ΝΑΙ, όπως η Υπεραγία Θεοτόκος και οι άγιοι, τότε η κένωση από την αυτονομία, από τον εγωκεντρισμό του αυτόφωτου, από την αίσθηση ότι μπορούμε χωρίς έξοδο, χωρίς αληθινή σχέση, η νοοτροπία δηλαδή της πτώσης,   φέρνει ως δωρεά την αιωνιότητα κοντά στον Θεό. Η ζωηφόρος κένωση του θανάτου τότε γίνεται Πάσχα. Ανάσταση. Και η αγάπη θα συνεχίζει να υφίσταται.
        Μπορούμε να αγαπούμε έναν δημιουργό και το έργο του για πάντα. Ό,τι δίδεται, ό,τι κενούται γεννά σχέση. Ο δημιουργός όμως ως αυτόνομη ύπαρξη, μετά τον θάνατό του δεν μπορεί να μας αγαπά. Αν όμως ζούμε στο φως της σχέσης με τον Θεό, τότε η αγάπη συνεχίζει την πορεία της. Η Παναγία και οι άγιοι δεν είναι μόνο αντικείμενα της αγάπης μας. Εξακολουθούν να είναι δρώντα υποκείμενα της αγάπης του Θεού που έγινε δική τους από αυτή τη ζωή και την μεταδίδουν και μετά θάνατον. Σημεία οι εικόνες τους, τα λείψανά τους, οι ναοί τους. Και τον δρόμο τους μπορούμε να ακολουθήσουμε όλοι, καθώς είμαστε κεκλημένοι από τον Θεό σ’  αυτόν. Να γιατί τελικά μέσα από το μυστήριο της πίστης, μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας η αληθινή αγάπη ουδέποτε εκπίπτει!


Κέρκυρα, Δεκαπενταύγουστος 2016