5/26/17

ΝΥΝ ΕΓΝΩΚΑΝ ΟΤΙ ΠΑΝΤΑ ΟΣΑ ΔΕΔΩΚΑΣ ΜΟΙ ΠΑΡΑ ΣΟΥ ΕΣΤΙΝ

        Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι ο Χριστός δεν ήταν απλώς μία ξεχωριστή μορφή που σημάδεψε την Ιστορία της ανθρωπότητας. Ότι δεν ήταν μόνο ένας δάσκαλος, ένας κοινωνικός επαναστάτης, ένας αδικημένος από τον κόσμο. Όταν έρχεται η στιγμή που καλούνται να Τον δούνε ως τον Θεό που έγινε άνθρωπος και επέστρεψε στον ουρανό με την ανθρώπινη φύση, αναληφθείς, τότε προτιμούν να προσπεράσουν αυτό το δεδομένο. Διότι  αν το αποδεχτούν, τότε καλούνται ναι αποφασίσουν και ποια σημασία έχει η παρουσία του Χριστού για την ζωή τους. Γιατί αν ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, δύσκολα μπορούμε να Τον αγνοήσουμε. Μας έχει αφήσει παρακαταθήκες. Το Ευαγγέλιο. Την προτροπή να Τον ακολουθήσουμε ως μαθητές Του. Να εφαρμόσουμε την διδασκαλία Του. Να Τον εμπιστευθούμε ως Σωτήρα μας. Να μην αποκαρδιωθούμε μπροστά στον θάνατο. Αυτός ο δρόμος όμως προϋποθέτει το πέρασμά μας και την ένταξή μας στην ζωή της Εκκλησίας. Γιατί εκεί βρίσκεται ο Χριστός. Στην Εκκλησία. Είναι το Σώμα Του. Και όσοι θέλουμε να ανήκουμε στην Εκκλησία είμαστε τα μέλη του Σώματος του Χριστού. Τον κοινωνούμε με το Σώμα Του και το Αίμα Του. Και συνειδητοποιούμε ότι Αυτός είναι η Ζωή, η οποία έρχεται εκ του Ουρανού και μας ανεβάζει στον Ουρανό.
          «Νυν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου εστίν» (Ιωάν. 17,7). «Αυτοί τώρα ξέρουν πως όλα όσα μου έδωσες προέρχονται από σένα», λέει ο Χριστός στην τελευταία προσευχή Του στον Θεό Πατέρα λίγο πριν την σύλληψή Του στον κήπο της Γεθσημανή.  Οι μαθητές Του και κατ’ επέκτασιν όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν σ’ Αυτόν γνωρίζουν ότι ο Χριστός είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Μόνο που η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία και έλαβε από αυτήν τα πάντα, που προέρχονται από τον Πατέρα. Δεν είναι επιδεχόμενη θεώσεως η ανθρώπινη φύση του Χριστού, αλλά έχει ήδη θεωθεί. Έχει κατά γνώμην θέλημα, μόνο που αυτό ταυτίζεται με το θέλημα του Θεού. Υφίσταται τους πειρασμούς του παλαιού ανθρώπου, όπως διεφάνη στην έρημο του Ιορδάνου μετά την Βάπτιση. Ο διάβολος ξεκινά από το αδιάβλητο πάθος της πείνας για να κάνει και τον Χριστό  εξαρτημένο από την παράδοση στο χορτασμό της σάρκας που ξεχνά τον Θεό, στην φιληδονία δηλαδή. Ο διάβολος θέλει να ρίξει τον Χριστό στο πάθος της φιλοδοξίας: να αποδείξει ότι είναι ο Υιός του Θεού εκβιάζοντας τον Θεό Πατέρα να τον σώσει πέφτοντας από το ύψος του ναού, ώστε να δοξαστεί το εγώ. Ο διάβολος θέλει να ρίξει τον Χριστό στο πάθος της εξάρτησης από την ύλη, δηλαδή στο να αιχμαλωτίσει την καρδιά Του στον πλούτο των θησαυρών και της εξουσίας, ώστε να λατρέψει εκείνον ως θεό, να υποταχτεί στο κακό. Ο διάβολος πειράζει τον Χριστό με την θλίψη του θανάτου, της εγκατάλειψης δηλαδή από τον Θεό στην αγωνία της Γεθσημανή, ώστε ο Χριστός να αισθανθεί απόλυτα μόνος και να αρνηθεί τη αποστολή Του, που είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Να βάλει δηλαδή την δική Του ζωή πιο πάνω από την ζωή των πάντων. Όμως ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και η ανθρώπινη φύση Του έχει λάβει πλέον μέσα από την κοινωνία με την θεία δωρεά να νικά τους πειρασμούς, καθώς ο Χριστός δεν σκέφτεται, δεν δρα, δεν ζει με τα κριτήρια του κόσμου, του παλαιού ανθρώπου, ο οποίος εν τω πονηρώ κείται.
          Αυτός είναι ο δρόμος για όλους μας μέσα στην Εκκλησία. Όπως ο Χριστός νίκησε αυτούς τους πειρασμούς επικαλούμενος τον Θεό, τον λόγο του Θεού ως αντίδοτο στην φιληδονία και στο ένστικτο της επιβίωσης, τον σεβασμό στον Θεό και την συναίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να απαιτεί από τον Θεό, αλλά να πορεύεται ταπεινά προς Αυτόν, αλλά και την λατρεία και την αναγνώριση ότι δε είναι το έχειν ο θησαυρός της καρδιάς μας, αλλά η σχέση μας με τον Θεό, όπως επίσης και ότι κανείς φόβος, ούτε του θανάτου ούτε της μοναξιάς δεν μπορεί να βάζει το εγώ μας πάνω από το θέλημα του Θεού, έτσι κι εμείς. Μπορούμε να νικήσουμε τον παλαιό άνθρωπο εντός μας αρκεί να γνωρίσουμε και να αναγνωρίσουμε πως ό,τι έχουμε από τον Θεό μας δόθηκε και στον Θεό καλούμαστε να το επιστρέψουμε. Και την ίδια στιγμή να εκτιμήσουμε τον νέο άνθρωπο, ο οποίος μας δόθηκε στην Εκκλησία, στο μυστήριο του Βαπτίσματος, αλλά και στην μετοχή στην σύνολη εκκλησιαστική ζωή, από την οποία γιατρευόμαστε υπαρξιακά και αγιαζόμαστε.   
Σ’ αυτόν τον δρόμο οδηγοί μας αδιάψευστοι είναι όσοι προηγήθηκαν από εμάς και ιδιαίτερα οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτοί δηλαδή οι οποίοι μπόρεσαν μέσα από την ζωντανή σχέση με τον Χριστό και την αγάπη προς την Εκκλησία να ξεδιαλύνουν τις αλήθειες της πίστης. Άλλοι ήταν μορφωμένοι. Άλλοι ήταν απλοί. Άλλοι συνέβαλαν στον γόνιμο διάλογο του χριστιανισμού με τον ελληνισμό. Άλλοι ποίμαναν το ποίμνιό τους με ταπείνωση και αγάπη. Έγιναν κανόνες πίστεως όχι μόνο με τις διδασκαλίες τους αλλά και με το ήθος τους. Πέτυχαν έτσι την ευλογημένη ενότητα να αισθάνονται ότι ο ένας συμπληρώνει τον άλλο εν Αγίω Πνεύματι και αληθεία. Και μέσα από τις Συνόδους, ιδίως τις Οικουμενικές, διατύπωσαν την διδασκαλία που ανακαινίζει τον άνθρωπο, τον κάνει να μαθαίνει και να ζει ποιος είναι ο Χριστός και την ίδια στιγμή προφύλαξαν την Εκκλησία από την λύμη των αιρέσεων δίδοντας στον κόσμο να κατανοήσει ότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια και η Εκκλησία μπορεί να δώσει την αυθεντική ερμηνεία για το Πρόσωπο του Χριστού, διασώζοντας τον κόσμο και τον καθέναν.
Αυτόν τον πατερικό δρόμο, με εμπιστοσύνη στην Εκκλησία, ας ακολουθήσουμε στους καιρούς που ο παλαιός άνθρωπος και ο διάβολος φαίνεται να θριαμβεύουν και όχι μόνο εκτός μας!

Κέρκυρα, 28 Μαΐου 2017