4/16/24

ΟΛΕΣ ΜΑΣ ΤΙΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΙΣ ΒΑΣΤΑ Ο ΘΕΟΣ

                 


«Όλες μας τις αδυναμίες τις βαστά ο Θεός» (Ισαάκ ο Σύρος). Ο ασκητικός λόγος είναι πραγματικά συγκλονιστικός. Ο Θεός δεν μένει στα θετικά μας, δεν χαίρεται μόνο με την πρόοδό μας, αλλά είναι δίπλα μας στα δύσκολά μας. Είναι έτοιμος να βαστάξει τις αδυναμίες μας και όχι κάποιες, αλλά όλες. Διότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να σηκώσει όχι μόνο τον δικό Του σταυρό, αλλά και τους δικούς μας. Και μόνο η αγάπη είναι αυτή που βγάζει φιλότιμο, αρχοντιά, υπομονή και δύναμη ακατανίκητη.

                Ο Θεός βαστάζει τις αδυναμίες μας γιατί μας λυπάται; Αυτό κάνουμε εμείς. Επειδή αισθανόμαστε συμπόνοια και κατανόηση για τους άλλους, όπως και για τις αδυναμίες τους, κάποτε τους βοηθάμε. Ο Θεός όμως δεν λειτουργεί έτσι. Δεν ξεχωρίζει δικαίους και αδίκους, αλλά καλεί όλους να πάνε κοντά Του και να τους αναπαύσει. Προϋπόθεση να είμαστε κοπιώντες και πεφορτισμένοι, δηλαδή άνθρωποι που κουραζόμαστε από τη ζωή και λυγίζουμε, άνθρωποι που αισθανόμαστε ότι έχουμε επάνω μας βάρη, τα οποία θέλουμε να τα αφήσουμε, αφήνοντας πρώτα, κατά μέρος, τον εγωισμό εκείνον που μάς λέει ότι όλα τα μπορούμε και δεν έχουμε ανάγκη από τίποτα και κανέναν κι όταν χάσουμε, θα φταίνε οι άλλοι. Για να αφήσεις τα βάρη σου και τις αδυναμίες σου, χρειάζεται ταπείνωση. Επίγνωση ότι χωρίς τον Θεό δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ομολογία των ελλείψεών σου, της μηδαμινότητάς σου. Και Εκείνος θα σε αναπαύσει, όχι επειδή σε λυπάται, αλλά επειδή σε αγαπά. Επειδή αυτός που αγαπά ακούει τη φωνή του κουρασμένου. Αυτός που αγαπά αναζητεί τρόπο να πάρει πάνω του τα βάρη του άλλου, όχι για  να δοξαστεί, αλλά για να δείξει ότι η αγάπη όλα τα μπορεί.

                Ο Θεός βαστάζει τις αδυναμίες μας γιατί  ο Ίδιος σταυρώθηκε γι’ αυτές. Για να μας δείξει ότι πλέον δεν νικά ο θάνατος τον άνθρωπο, δεν νικά το κακό, η αμαρτία δεν είναι παντοδύναμη, αλλά η πίστη είναι η οδός που γίνεται ανάσταση και ζωή. Και όποιος πιστεύει αναζητεί τα βήματα του Θεού στην πορεία του στον κόσμο αυτό. Την πρόνοια του Θεού που δεν κλείνει την πόρτα σε όποιον την χτυπά, αλλά δίνει ευκαιρίες καινούργιας αρχής. Που κάνει και ανθρώπους που δυσκολεύουν τη ζωή μας να μας δείχνουν τελικά τα μέτρα μας, τις αντοχές μας, την ανάγκη να είμαστε ταπεινοί. Όχι για να λυγίσουμε, αλλά για να επιμείνουμε. Και ο Θεός θα βαστάξει τις λύπες, τις ήττες, τις δυσκολίες μας, για να νιώσουμε ότι η χαρά βρίσκεται στη σχέση μαζί Του και στη σχέση με τον συνάνθρωπο και όχι στην όποια αυτοδικαίωση ή επιτυχία.

                Η εποχή μας διακηρύττει ότι το πρωτείο υπάρχει στο «μόνο εγώ». Το βλέπουμε στην οικογένεια, στο σχολείο, στην εργασία, στον κόσμο της εικόνας. Αν δεν αποδέχονται οι άλλοι την προτεραιότητά σου, χωρίς να εξετάζεις τις αδυναμίες σου, τα λάθη σου, την πνευματική σου ωφέλεια, τότε αισθάνεσαι δυστυχής. Και σπεύδει ο κόσμος να υπερασπίζεται το «μόνο εγώ», αρνούμενος και τον Θεό. «Άδικος», λένε «ο Θεός», «άδικη η ζωή». Στη δυσκολία όμως κανένα από τα ανθρώπινα έργα δεν μπορεί να υπερασπιστεί αυτόν που νικιέται. Μόνο ο Θεός μπορεί να βαστάξει τις αδυναμίες μας για να μας δείξει την αρχή που η αγάπη μπορεί να κάνει. Ας Τον εμπιστευθούμε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 17 Απριλίου 2024

4/13/24

ΩΣΤΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΛΕΓΕΙΝ ΟΤΙ ΑΠΕΘΑΝΕΝ

 


«Καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη» (Μᾶρκ. 9, 26-27)

«Βγῆκε τότε τὸ πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατὰ καὶ συντάραξε τὸ παιδί. ᾿Εκεῖνο ἔμεινε ἀναίσθητο, ἔτσι ποὺ πολλοὶ ἔλεγαν ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι του, τὸ σήκωσε, κι αὐτὸ στάθηκε ὄρθιο». 

            Τι λείπει από τον άνθρωπο σήμερα; Η αγάπη και η έγνοια που να δείχνει ότι υπάρχει ένας δρόμος που νικά τον θάνατο. Μα ζούμε, θα αναρωτηθούμε. Τα έχουμε όλα όσα θέλουμε. Κι ακόμη κι αν δεν τα έχουμε, αγωνιζόμαστε να τα αποκτήσουμε. Δεν καταλαβαίνουμε ότι η απάντηση στο νόημα της ζωής δεν είναι τα αγαθά, οι επιτυχίες, η δόξα, η αποδοχή από τους άλλους, ούτε καν η υγεία, αλλά η γνώση τι σημαίνει θάνατος και πώς μπορούμε να τον υπερβούμε. Διότι εκεί βρίσκεται το κλειδί της ύπαρξης. Οι άνθρωποι προσπαθούμε κατά βάθος να ξορκίσουμε τη φθορά και τον θάνατο, αναδεικνύοντας τον εαυτό μας, τις δυνάμεις μας, τις κατακτήσεις, τα αιτήματα, τις επιθυμίες μας. Ουδείς αρνείται ότι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν είμαστε ευχαριστημένοι. Όσο κι αν προσποιούμαστε ότι τα πάντα είναι το «εγώ», κάποτε το «μόνο εγώ», εντούτοις νιώθουμε την κρυφή επιθυμία να αρέσουμε, να μας προσέχουν, να μιλούνε για μας κι ας είναι για λόγους ρηχούς, που δεν κρατάνε. Ας είναι για μία φωτογραφία που γρήγορα θα αλλάξει. Όταν δεν υπάρχει πίστη όμως, τότε το αδιέξοδο μεγαλώνει, καθώς τα χρόνια περνάνε.

            Την τέταρτη Κυριακή της Σαρακοστής η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει, μέσα από το ευαγγέλιο του Μάρκου, τον σεληνιαζόμενο νέο, τον πατέρα του που ζητά ένα θαύμα, πρώτα από τους μαθητές του Χριστού, και κατόπιν από τον ίδιο τον Κύριο, έναν όχλο που συντρέχει για να δει αν ο Χριστός θα γιατρέψει το παιδί, τον διάβολο που βασανίζει μια ύπαρξη που δεν φταίει προφανώς κατά άνθρωπον σε κάτι, τους μαθητές που αδυνατούν να κατανοήσουν ότι δεν είναι παντοδύναμοι, επειδή βρίσκονται κοντά στον Ιησού και μία ομολογία ότι η πίστη δεν είναι τόσο δυνατή, μα ο Χριστός μπορεί να βοηθήσει. Και ο ευαγγελιστής καταγράφει μια λεπτομέρεια συγκλονιστική. Όταν το πονηρό πνεύμα φεύγει από τον νέο, τότε αυτός μοιάζει αναίσθητος και οι άλλοι γύρω του λένε ότι πέθανε. Ζωή για τον νέο ήταν η κίνηση προς το νερό και τη φωτιά. Ήταν η ταυτότητα που ο διάβολος του έδινε, να είναι ο σεληνιαζόμενος. Δεν είχε άλλη ζωή, δεν είχε άλλη κοινωνικότητα, μόνο ο πατέρας του τον αγαπούσε. Και τώρα που ο Χριστός τον γιατρεύει, αφαιρώντας την ταυτότητα που του έδινε ο διάβολος, ο κόσμος θεωρεί τον νέο νεκρό.

            Και τώρα ποιος θα είναι το θέαμά μας; Ποιον θα λυπόμαστε; Ποιον θα θεωρούμε καταραμένο από τον Θεό; Πώς ο πατέρας θα ζήσει; Τουλάχιστον, το είχε το παιδί στα χέρια του, είχε την έγνοια του, το αγαπούσε. Ο δήθεν θεραπευτής Ιησούς, αντί να κάνει καλό, στερώντας από το παιδί την ταυτότητα της ασθένειάς του, του πήρε και τη ζωή. Αυτή είναι η αίσθηση που έχουμε όταν ένας άνθρωπος ακολουθεί τον πολιτισμό. Ακολουθεί έναν δρόμο απόλυτης ταύτισης με το τι ζητά ο κόσμος. Αλλά, ακόμη κι όταν αποκλίνει από το επιθυμητό, κάτι θα έχουμε να σχολιάσουμε. Θα είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Κι όταν έρχεται η ώρα της ίασής του, η ώρα που θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του στα χέρια του, η ώρα που η πίστη θα τον οδηγήσει στο να κάνει ένα καινούργιο ξεκίνημα στη ζωή, τότε ο άνθρωπος μοιάζει νεκρός. Πρέπει να χάσεις τα πάντα του παλαιού σου ανθρώπου, για να ξεκινήσεις από την αρχή με τον Χριστό.

            Ο Χριστός απλώνει το χέρι Του και σηκώνει τον άνθρωπο χωρίς ταυτότητα πλέον, που μοιάζει νεκρός. Το άγγιγμα του Χριστού είναι ανάσταση. Είναι η αρχή μιας νέας ταυτότητας πίστης και ευθύνης για τη ζωή. Τώρα ο νέος καλείται να βρει τον δικό του δρόμο, ο οποίος θα έχει πληρότητα νοήματος αν δεν λησμονήσει Αυτόν που τον ευεργέτησε, Αυτόν που του έδωσε την ευκαιρία να κάνει την καινούργια αρχή. Κι αυτή η ευκαιρία οφείλεται και στην αγάπη του πατέρα, ο οποίος αναζήτησε τον Μόνο που μπορούσε να δώσει πραγματικά την αρχή ενός νέου δρόμου στο παιδί του, τον Χριστό.

            Ο Χριστός μάς δίνει την ταυτότητα της αγάπης, της ίασης, την ελευθερία να ξεκινήσουμε τη ζωή μας από την αρχή. Κι ας μοιάζουμε εκείνη τη στιγμή της μετάνοιας νεκροί, εξαιτίας του ότι αφήνουμε πίσω ό,τι μας έδινε ταυτότητα μέχρι τότε. Η πίστη είναι ζωή. Η πίστη είναι νίκη κατά του γένους των δαιμόνων. Η πίστη είναι προσευχή και νηστεία. Η πίστη είναι η χαρά ότι η αγάπη δεν νικιέται. Μόνο μέσα σ’ αυτήν ο θάνατος δεν είναι ο νικητής, αλλά ο έσχατος εχθρός που θα καταργηθεί. Αφού όμως προηγηθεί η κατάργηση του πνευματικού θανάτου, αυτής της ζωής μόνο για το «εγώ» και για το «μόνο εγώ». Αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Δ’ Νηστειών

4/12/24

ΠΥΡΙΜΟΡΦΟΝ ΟΧΗΜΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΧΑΙΡΕ ΔΕΣΠΟΙΝΑ


 Κατάφορτος ο Ακάθιστος Ύμνος από εικόνες που αναφέρονται στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, δοσμένες με την μεταφορά του ποιητικού λόγου που είναι μία αληθινά γλωσσική απόλαυση, αλλά, την ίδια στιγμή, μας δείχνουν ότι η ιστορία του ανθρώπινου Γένους δεν θα μπορούσε να δείξει ανώτερη έκφραση αγάπης προς τον Θεό από ό,τι έδειξε το πρόσωπο και η ζωή της Υπεραγίας Θεοτόκου.

«Πυρίμορφον όχημα του Λόγου, χαίρε Δέσποινα», αποκαλεί ο άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος την Παναγία. «Χαίρε, Δέσποινα, συ, η οποία, σαν άρμα πύρινο, δέχθηκες μέσα σου τον Λόγο του Θεού και τον μετέφερες από τον ουρανό στη γη». Η φράση αυτή «πυρίμορφον όχημα» θυμίζει το « άρμα πυρός», το πύρινο, φλεγόμενο άρμα, με το οποίο στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης ο προφήτης Ηλίας ανελήφθη προς τους ουρανούς (Δ’ Βασιλ. 2,11). «Η Θεοτόκος, ως πυρίμορφο όχημα, είχε μέσα στην κοιλία της τον Λόγο του Θεού, τον Βασιλέα του σύμπαντος» (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).

 Ο προφήτης Ηλίας φεύγει από τη γη, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του, που ήταν να δείξει στους ανθρώπους ότι ο Θεός είναι φωνή αύρας λεπτής, δηλαδή η πίστη δεν έρχεται από έναν Θεό που κάνει επίδειξη δύναμης με τον δυνατό άνεμο, με τη φωτιά, με τον σεισμό, παρότι κάποιες στιγμές αυτά λειτουργούν ως αφορμήσεις μετανοίας, αλλά τον Θεό τον συναντούμε με την γλυκύτητα και τη δροσιά της αγάπης, της ομορφιάς, της σιγής του νου από μάταιους λογισμούς, την ομορφιά της προσμονής, εκεί όπου υπάρχει αναζήτηση αθόρυβη. Έτσι, ο προφήτης Ηλίας θα αναληφθεί με το πυρίμορφο όχημα, ενώ θα επιστρέψει πριν ξαναέρθει ο Χριστός για την Δευτέρα Παρουσία. Η Παναγία μας όμως λειτουργεί ως πυρίμορφο όχημα, μόνο που αυτή φέρνει στον κόσμο τον Χριστό, δεν φεύγει από αυτόν, και την ίδια στιγμή μάς δείχνει ότι μόνο η καρδιά που φλέγεται από αγάπη  για τον Θεό, μπορεί να   ταξιδέψει μαζί Του.

Και συνεχίζει ο ιερός υμνογράφος, αποκαλώντας την Παναγία «έμψυχο Παράδεισο», στον οποίο «το ξύλο της ζωής», ο Χριστός βρίσκεται στη μέση του. Η γλυκύτητα των καρπών αυτού του δέντρου (του Κυρίου δηλαδή), δίδει ζωή σε εκείνους, οι οποίοι προηγουμένως είχαν υποκύψει στον θάνατο (έχοντας φάει καρπό από το άλλο δέντρο, της γνώσης του καλού και του κακού που κι αυτό ήταν εντός του Παραδείσου της Εδέμ), τώρα όμως γεύονται με πίστη τους καρπούς του ξύλου της ζωής.  Ο πρώτος Παράδεισος της Εδέμ είχε εντός του, ως κέντρο του, το «ξύλον της ζωής» (Γένεσ. 2,9). «Η Παναγία ως έμψυχος και ζων Παράδεισος, είχε εντός της κοιλίας της την αρχή και το τέλος και το κέντρο των πάντων, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι όντως το ‘’ξύλον της ζωής’’ και δίδει ζωή απείρως καλύτερη και ανώτερη εκείνης την οποία έδιδε το δέντρο του Παραδείσου της Εδέμ. Ο ‘’γλυκασμός ‘’ των καρπών του δέντρου αυτού, δηλαδή το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ανασταίνει και ζωοποιεί όλους εκείνους που θανάτωσε η αμαρτία» (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).

Δύο ήταν τα δέντρα του Παραδείσου. Το ένα ήταν «το ξύλον της ζωής», αυτό δηλαδή που θα έδινε στους ανθρώπους την αθανασία. Το άλλο ήταν το «ξύλον της γνώσεως» του καλού και του κακού. Το ένα δέντρο ήταν της αγάπης και της αιωνιότητας. Το άλλο ήταν της ελευθερίας, στην οποία οι άνθρωποι καλούνταν και καλούνται να δοκιμάζονται, να  μένουν δηλαδή κοντά στον Θεό επειδή το θέλουν και επειδή ζητούν να είναι μαζί Του κατά χάριν αθάνατοι, κατά χάριν παιδιά αγάπης και αφθαρσίας. Οι άνθρωποι διάλεξαν να είναι μακριά από τον Θεό. Η Παναγία γεννά τον Χριστό, ο Οποίος γίνεται το «ξύλον της ζωής» για όσους πιστεύουν. Γίνεται Αυτός που διά ης κοινωνίας μαζί Του οι άνθρωποι γευόμαστε τον γλυκασμό της αιώνιας ζωής και αφθαρσίας, δένουμε την ελευθερία μας με την αγάπη στη ζωή της Εκκλησίας και νικούμε τον θάνατο, τόσο τον πνευματικό διά της μετανοίας και της αγάπης, όσο και τον σωματικό, διά της αναστάσεως.

Γι’ αυτό και η χαρά μας είναι μεγάλη για το πρόσωπο της Παναγίας. Γι’ αυτό και εκείνη μας δίνει ζωή, την όντως Ζωή. Έτσι, κατ’  αυτήν την ευλογημένη περίοδο, ενθυμούμενοι τη δική της παρουσία και απευθυνόμενοι σ’ αυτήν διά του «Χαίρε», ανεβαίνουμε προς τον ουρανό, νικάμε το κακό, γευόμαστε τη χαρά του Χριστού. Ας εμποτιστούμε με αυτό το ήθος κάθε στιγμή της ζωής μας και Εκείνη θα είναι η πρέσβειρα και βοηθός μας!

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Παρασκευή, 12 Απριλίου 2024

Δ’ Χαιρετισμοί

4/9/24

ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

 


«Κάθε δάσκαλος τη βλέπει πρώτα αυτός μέσα του τη σύνεση που διδάσκει και τη μαθαίνει και τη γεύεται, και τότε μπορεί να τη μεταδώσει στους μαθητές» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Οι παλιοί είχαν μια ωραία παροιμία: «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις». Η σοφή αυτή λαϊκή ρήση ζητούσε από τον δάσκαλο, τον γονέα, τον πνευματικό άνθρωπο, τον πολιτικό, τον καθέναν δηλαδή που αναλάμβανε έναν ρόλο ηγετικό στη ζωή του κόσμου, να έχει συνέπεια λόγων και έργων. Να μη λέει άλλα και άλλα να πράττει. Η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας όμως προσθέτει και μιαν άλλη διάσταση στη συνέπεια λόγων και έργων. Αυτή της βίωσης. Δεν είναι η διδαχή προϊόν μιας μόρφωσης επιφανειακής. Τουλάχιστον να γνωρίζω αυτά που έχω διαβάσει και αυτά που έχω κληθεί να πω. Αλλιώς είναι «έπεα πτερρόεντα». Κι αυτό όμως δεν φτάνει. Χρειάζεται να τα ζω, για να είμαι αυθεντικός.

Ο ασκητής μιλά για τη σύνεση. Συνετός είναι εκείνος ο οποίος έχει μαζεμένο νου. Μπορεί να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα. Έχει αυτογνωσία. Δεν φορτώνει τον εαυτό του με περιττά. Δεν αναζητεί δόξα ανθρώπινη, πέρα ίσως από κάποια ευγενική αναγνώριση κόπων, που δεν την θεωρεί όμως προϋπόθεση για την εργασία και την κάθε προσπάθειά του. Στηρίζεται σε ένα αξιακό υπόβαθρο, το οποίο ζητά να μεταδώσει, όχι όμως μόνο στο ιδεολογικό επίπεδο, αλλά, κυρίως, στο εμπειρικό, ώστε να μπορούν οι μαθητές του να διδάσκονται αυθεντικά από κάποιον που πιστεύει, ζει και παλεύει, μοιράζεται το «είναι» του. Διότι η σύνεση είναι σημάδι ύπαρξης που κατέχει και δίνει απαντήσεις που ξεπερνούν το παρόν.

Ας γυρίσουμε λίγο στην οικογένεια των καιρών μας. Έχουμε υποκαταστήσει αρετές, όπως η σύνεση, με τη ρουτίνα της καθημερινότητας, τα υλικά αγαθά, το φόρτωμα με δραστηριότητες που τονώνουν το «εγώ», κουράζουν, χωρίς πάντοτε να ξεκουράζουν. Αναλαμβάνουμε ρίσκα, άλλοτε αδιαφορίας, άλλοτε ανοιγμάτων τα οποία μαρτυρούν ανθρώπους χωρίς επίγνωση της ευθύνης για τη ζωή και για τους άλλους. Τα παιδιά μας διδάσκονται πολλά από τον κόσμο. Εκεί όμως είναι που κρίνεται και η ανατροφή που παίρνουν από το σπίτι. Διότι ο κόσμος έχει πειρασμούς, στους οποίους αν ο άνθρωπος έχει μάθει να ενδίδει, ικανοποιώντας κάθε επιθυμία του, την οποία ο πολιτισμός βαφτίζει δικαίωμα, τότε δύσκολα θα αντέξει τη δυναμική των σχέσεων, που, έτσι κι αλλιώς, προϋποθέτουν αγάπη, δηλαδή έξοδο από τη δυναστεία του «εγώ».

Στη ζωή προχωράνε όσοι ρισκάρουν, λέει ένα άλλο αξίωμα. Κάποτε, και καταστρέφονται. Και η καταστροφή δεν χρειάζεται να είναι ολική. Αρκεί πτυχές της ζωής που είναι όμως κύριες για την ψυχική ισορροπία ή και για τη χαρά να μην πηγαίνουν καλά και τα όποια κέρδη από τα κάθε λογής ρίσκα εξανεμίζονται στον ψυχικό μας κόσμο. Υπάρχουν κι εκείνοι που αισθάνονται έτοιμοι να πληρώσουν το τίμημα των ρίσκων τους. Μπορεί να έχουν το χάρισμα ή την  υπομονή. Μπορεί όμως και να έχουν υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις τους.

Προφανώς, κάθε ζωή, με το περιεχόμενο, τις νίκες και τις ήττες της έχει μοναδική αξία. Και μπορεί, αν δε ρισκάρουμε, να αναρωτηθούμε, με ένα παράπονο, μικρό ή μεγάλο, τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν. Η απάντηση θα παραμείνει σχηματοποιημένη εντός μας. Το μόνο όμως που δεν χάνεται είναι η απόφαση να ζήσω πρώτα αυτό που θέλω να μοιραστώ και να μην πορεύομαι όπως να ‘ναι, παριστάνοντας τον γνώστη, τον ηγέτη, την αυθεντία. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο  φύλλο της Τετάρτης 10 Απριλίου 2024

4/5/24

ΕΝΕΚΕΝ ΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ


 «Ὅς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν» (Μᾶρκ. 8, 35)

«Ὅποιος χάσει τὴ ζωή του ἐξαιτίας μου καὶ ἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ τὴ σώσει». 

            Την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης η Εκκλησία μας τιμά τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου, φέρνοντάς τον στο μέσο των ναών και ζητώντας από όλους τους πιστούς να τον προσκυνήσουν, για να πάρουν δύναμη. Βρισκόμαστε ήδη στο μέσο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Χρειαζόμαστε μία ώθηση για να μη λυγίσουμε στον κόπο των ημερών. Μια υπενθύμιση ότι ο αγώνας ο πνευματικός δεν έχει να κάνει με «σάρκα και αίμα», αλλά με την σταύρωση του παλαιού ανθρώπου, με την ανάγκη να βρούμε μέσα από την αγάπη του Θεού, ο Οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε για μας, τον δρόμο του συνανθρώπου, τον δρόμο του νοήματος της ζωή, τον δρόμο της ελπίδας ότι δεν θα μας πατήσει ο θάνατος. Και γι’ αυτό ο Σταυρός του Κυρίου είναι το όπλο κατά του διαβόλου, η προσδοκία ότι όσο δύσκολη κι αν είναι η ζωή με τις πτυχές της, εντούτοις δεν θα νικηθούμε.

            Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής ο Χριστός μάς υπενθυμίζει ότι όποιος θέλει να στοιχηθεί πίσω από Αυτόν, χρειάζεται να απαρνηθεί τον εαυτό του, να σηκώσει τον σταυρό του και να Τον ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή μάς προτρέπει να μην λησμονούμε ότι όλος ο δρόμος που καλούμαστε να ακολουθήσουμε έχει ως οδοδείκτες δύο στοιχεία: τον Χριστό και το Ευαγγέλιο. Η ζωή της πίστης είναι κοινωνία με το πρόσωπο του Χριστού. Για χάρη Εκείνου προχωρούμε στον κόσμο αυτό. Όπως ένας άνθρωπος είναι ερωτευμένος και για χάρη αυτού η αυτής που αγαπά νιώθει χαρά και κάνει ό,τι μπορεί για να δείξει την αγάπη, να την κρατήσει ζωντανή και ο άλλος είναι το νόημά του, έτσι και για μας, το πρόσωπο του Χριστού και όχι μια ιδέα ή ένας φιλοσοφικός στοχασμός ή μια διαμόρφωση ζωής με σκοπό ο εαυτός μας να είναι καλά, είναι η βάση για να προχωρήσουμε. Ζωή χωρίς Χριστό δεν έχει νόημα. Και η πίστη στον Χριστό δεν είναι μία αποδοχή δογμάτων που γίνεται στο μυαλό και τη σκέψη μας, αλλά σάρκωση του Λόγου στην καρδιά μας, όπως τη στιγμή που μεταλαμβάνουμε, τη στιγμή που συγχωρούμε, τη στιγμή που αγαπούμε και βγαίνουμε από την προτεραιότητα του εγώ μας.

            Όμως υπάρχει και το Ευαγγέλιο. Για χάρη και του Ευαγγελίου προχωρούμε στη ζωή. Και το Ευαγγέλιο δεν είναι πάλι μια γενική διδασκαλία, ένα φιλοσοφικό ή ιστορικό βιβλίο, αλλά σαρκώνεται στις εντολές: την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο και όλα εκείνα τα σημεία που μαρτυρούν αυτή την αγάπη, είτε είναι αρετές και ήθος είτε, κυρίως, το μοίρασμα της καλοσύνης, της συγχωρητικότητας, της προσφοράς, της υπέρβασης στις σχέσεις με τον κάθε πλησίον. Και το Ευαγγέλιο είναι ένας ανοιχτός κώδικας, στον οποίο ο καθένας από εμάς γράφει την δική του ιστορία πίστης. Μπορεί να έχουμε πρότυπα, τους αγίους μας, όμως ο Χριστός θέλει από εμάς να χαράξουμε τη δική μας πορεία, να μη συμβιβαστούμε με τις πτώσεις μας και την αδυναμία μας, αλλά να ζητούμε τη βοήθειά Του διαρκώς, εμπιστευόμενοι το θέλημά Του και τον λόγο Του.

            Είναι σταυρός βεβαίως ο δρόμος αυτός. Το κοσμικό φρόνημα, οι ρυθμοί της ζωής, το «έτσι κάνουν όλοι», η ευχαρίστηση που βιώνουμε μέσα στην εκκοσμικευμένη πραγματικότητα από  τα αγαθά και τις προσταγές του κόσμου τούτου, όπως επίσης και η απόρριψη του Χριστού και του Ευαγγελίου που γεννά αισθήματα μοναξιάς και ματαιότητας, ιδίως όταν ο Θεός σιωπά, κάποτε και μαρτύρια και πόνος, είναι σημεία που δυσκολεύουν αφάνταστα την πνευματική προσπάθεια. Ο κόπος όμως του πιστού ευλογείται. Και ο Χριστός ούτε έλειψε, ούτε θα λείψει. Ας πάρουμε λοιπόν δύναμη από τον Τίμιο Σταυρό και με χαρά ας προχωρήσουμε προς την ανάσταση, του Χριστού και τη δική μας στην Εκκλησία. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

7 Απριλίου 2024

Κυριακή Γ’ Νηστειών, της Σταυροπροσκυνήσεως

ΧΑΙΡΕ ΛΥΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑΜΝΕ ΜΑΝΝΑ ΦΕΡΟΥΣΑ, ΤΟ ΓΛΥΚΑΙΝΟΝ ΤΑ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑ

               


  Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, απευθυνόμενος στην Υπεραγία Θεοτόκο στον κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, την χαρακτηρίζει ως λυχνία και στάμνα, χρησιμοποιώντας δύο ωραίες εικόνες-προτυπώσεις της Παναγίας από την Παλαιά Διαθήκη. Ο Θεός εκεί έδωσε εντολή στον Μωυσή να κατασκευάσει λυχνία από καθαρό χρυσάφι (Εξ. 25, 30) και να την τοποθετήσει στη Σκηνή του Μαρτυρίου, εκεί όπου λατρευόταν ο Θεός. Η λυχνία αυτή είχε επτά λυχνάρια και προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως αληθινή και ζώσα "λυχνία" είχε ως λύχνο πάμφωτο τον Χριστό, το φως του κόσμου (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος). Η δεύτερη εικόνα μάς θυμίζει την έξοδο από την Αίγυπτο. Όταν οι Ιουδαίοι έφυγαν από εκεί και περιπλανιόντουσαν στην έρημο, γόγγυζαν κατά του Θεού εξαιτίας της έλλειψης τροφής. Ο Θεός έστειλε τότε σ' αυτούς ουράνια τροφή, που την ονόμασαν "μάννα" (Εξ. 16, 13). Ο Μωυσής είπε στον Ααρών να γεμίσει με "μάννα" ένα δοχείο, μία στάμνα χρυσή, και να την εναποθέσει στην κιβωτό της Διαθήκης, μέσα στη Σκηνή του Μαρτυρίου, ώστε να υπενθυμίζει διαρκώς στους Ισραηλίτες το θαύμα του Θεού. Η στάμνα αυτή ήταν προτύπωση της Θεοτόκου, η οποία έφερε εντός της τον "άρτο της ζωής", τον Κύριο Ιησού, ο Οποίος είναι για τους πιστούς τροφή πραγματική στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, απείρως γλυκύτερη του παλαιού "μάννα" (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).

                Οι προτυπώσεις αυτές έχουν σημασία μεγάλη και για μας τους ανθρώπους, που ζούμε σε καιρούς στους οποίους η σχέση μας με την πίστη δεν είναι τόσο δυνατή. Αγνοούμε συνήθως τόσο την Παλαιά Διαθήκη, όσο και τους συμβολισμούς της. Όμως αυτοί οι συμβολισμοί μάς δείχνουν δρόμους για τη ζωή μας, που λειτουργούν αφυπνιστικά, παρακλητικά και γεννούν εμπιστοσύνη. Η Παναγία είναι η λυχνία που πάνω της καίει το φως του κόσμου, ο Χριστός. Η έλλειψη ουσιαστικού νοήματος ζωής γεννά σκοτάδι. Η έλλειψη αγάπης γεννά σκοτάδι. Η έλλειψη αναφοράς στον ουρανό, στην υπέρβαση δηλαδή του θανάτου, γεννά σκοτάδι. Η αποθέωση της επίγειας και κοσμικής γνώσης δεν αφήνει περιθώριο για να μπορούν οι άνθρωποι να γυρνούν στον εαυτό τους και να τον αφήνουν ελεύθερο στην δοτικότητα και την αγάπη που η παρουσία του Χριστού προσφέρει, να γνωρίσουν την ύπαρξή τους, να μη μείνουν στον νου, αλλά να περάσουν στην καρδιά. Και το φως ζεσταίνει, λύνει τα σκοτάδια και καίει τα πάθη και τα λάθη.

                 Όμως η Παναγία είναι και στάμνα που φέρει το νέο μάννα, τον άρτο της ζωής, τον Χριστό. Το παλιό μάννα κρατούσε μόνο για μία μέρα. Αν οι Εβραίοι επιχειρούσαν να το αποθηκεύσουν, έβγαζε σκουλήκια και ήταν  ακατάλληλο προς βρώσιν, για τον λόγο ότι ο Θεός τους ήθελε να μη λειτουργούν έχοντας εμπιστοσύνη στα αγαθά που συσσώρευαν, αλλά στο θέλημα και την αγάπη Του, που τους ήθελε να αισθάνονται ότι δεν θα τους άφηνε να τους λείψει κάτι, αρκεί να μην έχαναν την πίστη τους. Όμως το μάννα στη στάμνα παρέμενε άφθαρτο. Αυτός είναι και ο Χριστός για τον κόσμο. Η επίγεια βρώση είναι απολλυμένη, όπως διδάσκει ο Ίδιος. Την τρως για να επιβιώσεις, όμως δεν κρατά. Ο Ίδιος όμως, ως ο άρτος της ζωής που κατέβηκε από τον ουρανό, είναι βρώση που σου δίνει ζωή. Τη γευόμαστε και τη ζούμε στην θεία λειτουργία, κάθε φορά που μεταλαμβάνουμε. Σε στηρίζει στις δοκιμασίες σου. Σε ενώνει με τους συνανθρώπους σου. Κυρίως όμως σε ενώνει με τον Θεό, δίνοντας νόημα και περιεχόμενο στη ζωή σου, δηλαδή την αγάπη.

                Η Παναγία άνοιξε τον δρόμο. Μας δίνει ένα νόημα που ξεπερνά το παρόν. Μας δείχνει ότι μπορούμε κι εμείς. Δεν είμαστε, άλλωστε, μόνοι μας, καθότι η ίδια είναι κοντά μας. Προσεύχεται για μας. Ανοίγει την αγκαλιά της. Και μας δείχνει ακόμη ότι μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας ο κόσμος μας μπορεί να αλλάξει. Αρκεί να αλλάξουμε εμείς.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

5 Απριλίου 2024

Γ' Χαιρετισμοί

 

4/3/24

Η ΧΑΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ 


«Προφυλάξου από τη χαρά που δεν συνδέεται με τη αιτία της αλλαγής»
(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).

            Αυτονόητη είναι η αίσθηση ότι επιζητούμε τη χαρά στη ζωή μας. Δεν βρίσκεις εύκολα άνθρωπο που να έχει ως προτεραιότητά του τη λύπη. Και έτσι, βλέπουμε μια ολόκληρη βιομηχανία χαράς να χαρακτηρίζει τον κόσμο μας, Ίσως θα ήμασταν πιο κοντά στην αλήθεια αν την αποκαλούσαμε «βιομηχανία ευχαρίστησης», διότι για τον πολιτισμό μας, η χαρά έχει ταυτιστεί με την απόλαυση. Το βλέπουμε αυτό όταν πηγαίνουμε σε ένα εστιατόριο για να φάμε. «Καλή σας απόλαυση» , μας εύχονται, εννοώντας ότι η τροφή που θα καταναλώσουμε θα μας δώσει την ευχαρίστηση, την ηδονή, την μακαριότητα.

                Κι όμως, υπάρχουν παράμετροι που δεν λαμβάνουμε υπόψιν, παραδομένοι στο πνεύμα της εποχής. Η χαρά δεν είναι ένα γεγονός που προκαλείται μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, με την έννοια της κατανάλωσης εμπειριών που προκαλούν την ευχαρίστηση. Η χαρά είναι μία κατάσταση κατεξοχήν πνευματική, που πηγάζει από την απόφαση του ανθρώπου να παλέψει για την αρετή, ώστε να έχει τα εχέγγυα να κοινωνήσει με τον Θεό και τον συνάνθρωπο την αγάπη. Διότι εκεί βρίσκεται το κλειδί. Στη χαρά που πηγάζει από την αγάπη. Κι αυτή η χαρά πιθανότατα θα χρειαστεί να νικήσει λύπες, σταυρούς, δοκιμασίες. Να χωνευτεί μέσα σε φωτιές εσωτερικές που πηγάζουν από την απογοήτευση του ανθρώπου για τις περιστάσεις της ζωής, για τη στάση των άλλων, των οικείων και των ξένων, για την αδυναμία του εαυτού του να σταθεί στα πόδια του, για την αίσθηση της ματαιότητας της ζωής και της όποιας προσπάθειας. Είναι δύσκολος αυτός ο δρόμος, της αντοχής. Όμως, βγαίνει μέσα από το κάρπισμα ενός σπόρου, που ονομάζεται αλλαγή. Διότι για να έρθει η χαρά, για να νικηθούν οι λύπες, χρειάζεται να αλλάξουμε ψυχικά.

                Η ψυχική αλλαγή δεν είναι θέμα μόνο νοοτροπίας. Να δούμε δηλαδή τη ζωή αλλιώτικα, μέσα από ένα διαφορετικό παιχνίδι σκέψης και νου. Τότε η αλλαγή γίνεται ιδεολογία. Και η ιδεολογία μπορεί να βοηθά, αλλά δεν είναι λυτρωτική της σύνολης ύπαρξης, καθώς ο άνθρωπος καλείται να δει τις περιστάσεις της ζωής μέσα από το πρίσμα της ιδεολογίας του, να τις ερμηνεύσει με βάση αυτήν, και τότε συχνά θα διαπιστώνει ότι δεν εξηγούνται όλα, ούτε μπορεί να τα αντέξει όλα επειδή έχει κάποια φιλοσοφία ζωής. Βοηθιέται, αλλά δεν του φτάνει.

                Η ψυχική αλλαγή έρχεται όταν ο άνθρωπος σχετίζεται. Στην πίστη μιλούμε για τη σχέση με τον Θεό, για τον έρωτα προς τον Θεό, για την ανταπόκριση του ανθρώπου στην αγάπη του Θεού που προσέλαβε τη φύση μας, έγινε ένα με μας, όχι επιφανειακά, αλλά πραγματικά, και έφτασε μέχρι και τον θάνατο για όλους μας. Και εξακολουθεί να είναι παρών στη ζωή μας, διά της Εκκλησίας, της ζωής της, των μυστηρίων της, της συνάντησης με τους συνανθρώπους, με φίλους και εχθρούς, στους οποίους καλούμαστε να βρούμε αντοχές και νοήματα, όσο κι αν μας πληγώνουν.

                Για να αλλάξουμε, χρειάζεται να εμπιστευθούμε έναν Θεό παρόντα στη ζωή μας. Δεν χρειάζεται να τα εξηγήσουμε όλα. Να αφεθούμε χρειάζεται, όπως ο ερωτευμένος. Δρόμος δύσκολος, αλλά αληθινά ευλογημένος. Αλλιώς, η χαρά που δεν συνδέεται με την αιτία της αλλαγής είτε θα είναι ευχαρίστηση που περνά και χρειάζεται να την ξαναβιώσουμε σε έναν ατέρμονο κύκλο επιθυμιών ή θα την καταπιεί η δύναμη της λύπης που η ζωή και οι άνθρωποι θα γεννούν, νικώντας τον πρόσκαιρο θρίαμβο των επιτυχιών και των επιθυμιών. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Τετάρτης 3 Απριλίου 2024